Η κατάρα της λευκής φανέλας: Πώς η Βραζιλία έθαψε ένα χρώμα, έναν τερματοφύλακα και μια μνήμη που δεν ξεχάστηκε ποτέ
Το Maracanazo δεν ήταν απλώς μια ήττα. Ήταν το ξεκίνημα μιας κατάρας που άλλαξε για πάντα την εικόνα της Σελεσάο.
Υπάρχει ένα ρητό για τη Βραζιλία που λέει πως μόνο τρεις κατάφεραν να κάνουν το Μαρακανά να σωπάσει:
ο Πάπας, ο Φρανκ Σινάτρα και ο Γκίτζια.
Ο τελευταίος, Ουρουγουανός επιθετικός, έριξε στη σιωπή 200.000 Βραζιλιάνους το 1950 με ένα γκολ που στοίχειωσε γενιές. Η Βραζιλία, με το τρόπαιο σχεδόν στα χέρια της, το έχασε μέσα στο ίδιο της το σπίτι. Και δεν το ξέχασε ποτέ.
Ο πρώτος αποδιοπομπαίος τράγος ήταν ο τερματοφύλακας Μπαρμπόσα. Δεν ξαναφόρεσε ποτέ τη φανέλα της Εθνικής. Του απαγορεύτηκε μέχρι και η είσοδος στα προπονητικά camp. Το 1994, όταν προσελήφθη να σχολιάσει το Μουντιάλ στην τηλεόραση, η ίδια η ομοσπονδία του απαγόρευσε να εμφανιστεί, για να μην ξυπνήσει κακές μνήμες.
«Στη Βραζιλία, η ποινή για φόνο είναι 30 χρόνια. Εγώ πληρώνω 50 για ένα λάθος που δεν έκανα», είπε πικρά ο Μπαρμπόσα.
Μαζί με αυτόν, έθαψαν και το χρώμα: το λευκό. Τη φανέλα που έμοιαζε με νύφη έτοιμη να ενωθεί με το Κύπελλο, μα τελικά προδόθηκε.
Η νέα φανέλα σχεδιάστηκε μετά από διαγωνισμό. Το πιο ειρωνικό; Τον κέρδισε ένας Βραζιλιάνος δημοσιογράφος με ουρουγουανικές ποδοσφαιρικές συμπάθειες. Ναι, εκείνος χάρηκε που η χώρα του νικήθηκε το ’50. Ανεξήγητο κι όμως αληθινό.
Το λευκό έγινε κίτρινο. Το χρώμα του ήλιου, της ελπίδας. Και με αυτό το χρώμα η Βραζιλία ξαναβρήκε τον εαυτό της:
1958, 1962, 1970, 1994, 2002. Πέντε αστέρια, πέντε έπη.
Και τότε ήρθε το 2004. Φιλικό για τα 100 χρόνια της FIFA. Βραζιλία–Γαλλία.
Η Βραζιλία… με λευκή φανέλα.
Το αποτέλεσμα; 0-0.
Αδιάφορο ματς, αλλά κάτι δεν κόλλαγε. Σαν να ξύπνησε ξανά η κατάρα. Από τότε, η Σελεσάο ακόμα ψάχνει το έκτο.
Κι όμως… δεν υπήρξε ποτέ κάτι πιο όμορφο από τον Κακά με λευκή φανέλα.