Έφυγε από την Ουγγαρία κυνηγημένος. Έφτιαξε στη Ρεάλ την πιο δολοφονική επίθεση στην ιστορία του ποδοσφαίρου
Έφυγε από την Ουγγαρία κυνηγημένος. Στη Ρεάλ Μαδρίτης έγινε αθάνατος.
Όταν η Ουγγαρία φλεγόταν από την επανάσταση του 1956, ένα διεθνές πρακτορείο μετέδωσε ότι ο Φέρεντς Πούσκας σκοτώθηκε. Δεν είχε σκοτωθεί. Βρισκόταν στην Ισπανία, μακριά από τη Βουδαπέστη που είχε γεμίσει τανκς, φωτιές και αίμα. Στο πρόσωπό του το καθεστώς έβλεπε έναν προδότη, κάποιον που αρνήθηκε να γυρίσει πίσω, να δηλώσει υποταγή, να συνεχίσει να παίζει για μια πατρίδα που δεν ήταν πλέον η δική του.
Δεν ήταν απλά ένας ποδοσφαιριστής. Ήταν ο εμβληματικός αρχηγός της «Χρυσής Ομάδας», του πιο εντυπωσιακού συλλογικού φαινομένου στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο των δεκαετιών του ’40 και του ’50. Έπαιζε για τη Χόνβεντ, στρατιωτική ομάδα-εργαλείο του καθεστώτος. Όταν αρνήθηκε να επιστρέψει, η FIFA τον τιμώρησε με αποκλεισμό 2 ετών. Ήταν υπέρβαρος, σε αγωνιστική απραξία και με μια ταμπέλα “απαγορευμένος”.
Το 1958 η Ρεάλ Μαδρίτης, που είχε ήδη κατακτήσει την Ευρώπη, του άνοιξε την πόρτα. Χωρίς να έχει δικαίωμα να παίξει σε επίσημους αγώνες για ενάμιση χρόνο, χωρίς φυσική κατάσταση, και με 18 κιλά παραπάνω, ο Πούσκας ξεκίνησε από το μηδέν. Μέσα σε έξι εβδομάδες προπονήσεων, όχι μόνο επανήλθε. Έγινε ο αριστερός άξονας μιας επιθετικής τριπλέτας που δεν ξαναείδαμε ποτέ.
Στο πλευρό του: ο Αλφρέδο Ντι Στέφανο, το alter ego του. Ανάμεσά τους, ο αστραπιαίος Χέντο. Τρεις διαφορετικοί χαρακτήρες, τρεις διαφορετικές τεχνικές, αλλά το ίδιο ένστικτο. Συνεννοούνταν χωρίς κουβέντες, χωρίς σχέδια. Μόνο με βλέμματα και κινήσεις.
Μέσα σε οκτώ χρόνια στη Ρεάλ Μαδρίτης, ο Πούσκας κατέκτησε πέντε πρωταθλήματα, τρία Κύπελλα Πρωταθλητριών, ένα Διηπειρωτικό, ένα Κύπελλο Ισπανίας. Σκόραρε 242 φορές σε 262 επίσημους αγώνες πρωταθλήματος. Στους τελικούς των ευρωπαϊκών διοργανώσεων σημείωσε επτά γκολ – αριθμός ακατάρριπτος. Στον θρυλικό τελικό του 1960 με την Άιντραχτ Φρανκφούρτης, μπροστά σε 130.000 θεατές στη Γλασκώβη, πέτυχε τέσσερα γκολ. Δίπλα του ο Ντι Στέφανο, με άλλα τρία. Ο κόσμος δεν είχε ξαναδεί τέτοιο πράγμα.
Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι αυτός ο παχουλός, χαμηλόσωμος Ούγγρος με το γελαστό πρόσωπο και την προφορά δεν ήταν πάντα χαμογελαστός. Ο Πούσκας είχε αφήσει πίσω του φίλους που εκτελέστηκαν, ένα καθεστώς που τον καταδίκασε, μια εθνική ομάδα που τον έβγαλε από τις φωτογραφίες της.
Κι όμως, εκείνος, με μόνο του όπλο το αριστερό πόδι, έγινε το «Κανονάκι Πουμ», ο «Πάντσο», ο κορυφαίος σκόρερ του 20ού αιώνα. Δεν είχε καμία εκρηκτικότητα, κανένα από τα σωματικά προσόντα του σύγχρονου ποδοσφαιριστή. Είχε όμως κάτι που κανείς δεν μπορούσε να αγοράσει: την ικανότητα να βλέπει τον αγώνα σαν να βρισκόταν στον αέρα. Έβλεπε τρεις φάσεις μπροστά. Και εκτελούσε.
Όταν έπαιζε, η Ρεάλ Μαδρίτης δεν έχανε στο γήπεδό της. Επί έξι χρόνια, η τριάδα αυτή παρέμενε αήττητη εντός έδρας. Το ρεκόρ κράτησε δεκαετίες. Η ομάδα εκείνη δεν παιζόταν. Δεν προλάβαινες να γυρίσεις το κεφάλι σου και είχαν σκοράρει. Κάθε επίθεση μύριζε γκολ. Κάθε πάσα είχε σκοπό. Κάθε γκολ ήταν συλλογική εκτέλεση. Όχι αγώνα, αλλά αντιπάλου.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’60, ο Πούσκας αποσύρθηκε, σαρώνοντας τίτλους, χαμόγελα και καρδιές. Έχτισε κάτι αθάνατο. Και η FIFA, χρόνια αργότερα, του αφιέρωσε το βραβείο για το ομορφότερο γκολ της χρονιάς. Γιατί κάθε του γκολ ήταν τέχνη. Και κάθε του σουτ, μια βολή μνήμης προς εκείνη την ομάδα, εκείνον τον άνθρωπο, εκείνον τον χρόνο.