Οι άντρες το μισούσαν γιατί ήταν θηλυπρεπές. Οι γυναίκες γιατί τους θύμιζε καροτσάκι μωρού. Σήμερα το χρησιμοποιούμε όλοι
Δεν το ήθελε κανείς όταν εμφανίστηκε. Ήταν αμήχανο, αχρείαστο, ακόμη και προσβλητικό. Το καρότσι αγορών έγινε τελικά το πιο χρησιμοποιημένο αντικείμενο του σύγχρονου καταναλωτισμού.
Το 1937, ο ιδιοκτήτης σούπερ μάρκετ Σιλβάν Γκόλντμαν, παρατηρούσε τους πελάτες του να δυσκολεύονται. Κρατούσαν βαριά καλάθια και σταματούσαν τις αγορές μόλις κουραζόταν το χέρι τους. Ήξερε ότι η λύση ήταν μηχανική: κάτι που να κυλάει. Αλλά κανείς δεν είχε σκεφτεί ότι αυτή η εφεύρεση θα συναντούσε τέτοιον κοινωνικό τοίχο.
Το πρώτο καρότσι ήταν μια μεταλλική καρέκλα με ρόδες και δύο καλάθια επάνω. Ήταν πρακτικό, λειτουργικό και έτοιμο για παραγωγή. Όμως όταν το έβαλε στο μαγαζί του, οι πελάτες γύρισαν την πλάτη. Οι άντρες το θεώρησαν θηλυπρεπές – σαν κάτι που “δεν αρμόζει σε άντρα”. Οι γυναίκες το έβλεπαν και ένιωθαν άβολα: έμοιαζε υπερβολικά με καροτσάκι μωρού. Και πολλές δεν ήθελαν να τις θυμίζει κάτι τέτοιο.
Ο Γκόλντμαν όμως δεν παραιτήθηκε. Αντίθετα, προσέλαβε καλοντυμένους άντρες και καλοντυμένες κυρίες ως μοντέλα για να κάνουν… αγορές μέσα στο μαγαζί. Με τα καρότσια. Όποιος έμπαινε, έβλεπε κόσμο “σαν κι αυτόν” να το χρησιμοποιεί. Και αυτό έσπασε τον πάγο.
Το όνομα της εφεύρεσης ήταν «Basket Carriage for Self-Service Stores». Η πατέντα κατατέθηκε και ο Γκόλντμαν έγινε σύντομα πολυεκατομμυριούχος. Το αντικείμενο που όλοι απέρριψαν στην αρχή, άρχισε να εμφανίζεται σε όλη την Αμερική μέσα σε λίγα χρόνια. Ο άνθρωπος που το σχεδίασε, έμεινε στην ιστορία ως ένας από τους εφευρέτες που άλλαξαν την αγορά, χωρίς ποτέ να κατασκευάσει κάτι τεχνικά περίπλοκο.
Το 1946 ήρθε και η τελειοποίηση: ο Όρλα Γουάτσον σχεδίασε το πρώτο καρότσι που μπορούσε να “κουμπώσει” μέσα σε άλλο. Η στοίχιση. Η λύση του χάους. Πλέον, δεκάδες καρότσια έπιαναν τον χώρο ενός. Και έτσι ξεκίνησε ο πολιτισμός των τροχών στους διαδρόμους.
Ούτε οι άντρες το ένιωθαν πια προσβλητικό. Ούτε οι γυναίκες το παρεξήγησαν. Σήμερα είναι εργαλείο για όλους: από τον μπαμπά που ψωνίζει με το παιδί του, μέχρι τον φοιτητή που το φορτώνει με προσφορές. Κανείς δεν το σχολιάζει πια. Κανείς δεν θυμάται ότι υπήρξε κάποτε πρόβλημα.
Και όμως, αυτή είναι η μοίρα κάθε μεγάλης καινοτομίας: στην αρχή την απορρίπτουν. Μετά την κοροϊδεύουν. Και στο τέλος… την σπρώχνουν.