Ήταν η πιο ήσυχη ιδιοφυΐα της Ευρώπης. Τον πάτησε κάρο με άλογα λίγο πριν τον σκοτώσει η ραδιενέργεια.
Ο Πιερ Κιουρί ήταν ο πιο ήσυχος ιδιοφυΐα της Ευρώπης. Δεν πέθανε από τα επικίνδυνα πειράματα του
Στο Παρίσι του 19ου αιώνα, δεν έκανες θόρυβο για να γίνεις σπουδαίος. Έκανες δουλειά. Και ο Πιερ Κιουρί δεν έκανε τίποτα άλλο. Γεννημένος σε οικογένεια γιατρών και μαθηματικών, μελετούσε μαγνητισμό, κρυσταλλογραφία και πιεζοηλεκτρισμό όταν οι άλλοι δεν ήξεραν καν να τα προφέρουν. Αν και απέκτησε το πτυχίο του στα 16, δεν έκανε ντόρο. Προτίμησε να γίνει βοηθός σε εργαστήριο. Όχι καθηγητής. Όχι διάσημος. Επιστήμονας.
Με τον αδερφό του, εφηύραν τη συσκευή που σήμερα υπάρχει σε κάθε ρολόι, κάθε κινητό και κάθε τηλεόραση. Οι κρύσταλλοι του χαλαζία, όταν τους πιέσεις, παράγουν ρεύμα. Ο Πιερ το μέτρησε, το απέδειξε, το παρέδωσε στην επιστήμη και πήγε παρακάτω. Ήταν ακόμα στα 20 του.
Ο μαγνητισμός έγινε η επόμενη εμμονή του. Μελετούσε πώς αλλάζει η συμπεριφορά των υλικών με τη θερμοκρασία, τι συμβαίνει όταν ζεσταίνεις έναν μαγνήτη μέχρι να μη μαγνητίζει πια. Ανακάλυψε τον “νόμο του Κιουρί” και τη “θερμοκρασία Κιουρί”, που σήμερα χρησιμοποιούνται σε σεισμολογία, γεωλογία, ιατρική και αστρονομία. Αλλά εκείνος δεν έγραψε βιβλίο. Συνέχισε να δουλεύει. Σιωπηλά.
Κάποιος φίλος τού γνώρισε μια Πολωνή φοιτήτρια φυσικής, τη Μαρία Σκλοντόφσκα. Εκείνη αρνήθηκε να τον παντρευτεί αρχικά. Τελικά παντρεύτηκαν, συνεργάστηκαν, έζησαν μέσα σε σκονισμένα εργαστήρια, χέρια γεμάτα εγκαύματα, χαρτιά γεμάτα αριθμούς. Μαζί απομόνωσαν το πολώνιο και το ράδιο, τα πιο τρομακτικά υλικά της επιστήμης. Ο Πιερ σχεδίασε τα πιο ευαίσθητα όργανα μέτρησης ραδιενέργειας που υπήρχαν στην εποχή τους. Και αυτά τον έφεραν πιο κοντά στον θάνατο, μέρα με τη μέρα.
Ο ίδιος έλεγε πως δεν ένιωθε τον εαυτό του σπουδαίο. Αντί να κυνηγάει δόξα, έγραφε στην Μαρί για το όνειρό τους να ζήσουν δίπλα-δίπλα, “υπνωτισμένοι από την επιστήμη και τον ανθρωπισμό”. Πίστευε πως η ραδιενέργεια θα έσωζε τον κόσμο. Και πως, αν τη μελετούσαν σωστά, θα άλλαζε την ιατρική για πάντα.
Δεν πρόλαβε να δει ούτε το ένα, ούτε το άλλο.
Μια βροχερή μέρα του 1906, ενώ περνούσε τον δρόμο στο Παρίσι, γλίστρησε. Ένα κάρο με άλογα τον πάτησε στο κεφάλι. Πέθανε ακαριαία. Όχι από την επιστήμη. Από τη λάσπη. Ήταν μόλις 46 ετών.
Αν δεν τον είχε σκοτώσει το κάρο, είναι σχεδόν βέβαιο πως θα πέθαινε από τη ραδιενέργεια λίγα χρόνια μετά. Όπως πέθανε η Μαρί. Όπως πέθανε η κόρη τους, Ειρήνη. Όπως πέθανε ο γαμπρός τους. Όπως αρρώστησαν όλοι όσοι άγγιξαν τα θαυμαστά, καταραμένα δείγματα ραδίου με γυμνά χέρια.
Τα τετράδιά τους είναι ακόμα ραδιενεργά. Τα μαγειρικά της βιβλία. Τα κουτάλια. Τα γάντια. Οι σημειώσεις του Πιερ φυλάσσονται σε ειδικά θωρακισμένα κουτιά από μόλυβδο. Ανοίγουν μόνο με στολή προστασίας.
Ήταν η πιο ήσυχη ιδιοφυΐα της Ευρώπης. Και τον σκότωσε το μόνο πράγμα που δεν μπορούσε να υπολογίσει: ένας τροχός, μια πέτρα, ένας δρόμος.