Συνέλαβαν τον 80χρονο Πάπα και τον άφησαν να σβήσει στη φυλακή
Ο Πάπας Πίος ΣΤ’ αρνήθηκε να υποταχθεί στον Ναπολέοντα και συνελήφθη
Το ημερολόγιο έγραφε 1798 και η Ευρώπη βρισκόταν σε αναβρασμό. Η Γαλλική Επανάσταση είχε ήδη σαρώσει τα βασίλεια, τις αυλές, τις αυθεντίες και είχε αρχίσει να επεκτείνει την επιρροή της πέρα από τα σύνορα της Γαλλίας. Ο Ναπολέων Βοναπάρτης, ο ταχύτατα ανερχόμενος στρατηγός, έβλεπε τον χάρτη της Ευρώπης όχι σαν δεδομένο αλλά σαν πλάνο προς υλοποίηση. Και στο κέντρο αυτού του σχεδίου, βρισκόταν η Ρώμη. Όχι μόνο ως γεωγραφικό σημείο, αλλά ως σύμβολο μιας εξουσίας που κρατούσε χιλιετίες: το Βατικανό.
Ο Πάπας Πίος ΣΤ’ ήταν ήδη 80 ετών. Η φυσική του κατάσταση επιβαρυμένη, το πνεύμα του όμως αλύγιστο. Αντιπροσώπευε την Παλιά Τάξη, σε μια εποχή που όλα κατέρρεαν. Όταν οι γαλλικές δυνάμεις εισέβαλαν στην Ιταλία και πλησίασαν τη Ρώμη, ήταν σαφές ότι στόχος τους δεν ήταν απλώς η κατάληψη εδαφών. Ήθελαν να σπάσουν το απόλυτο σύμβολο του Θεοκρατικού Κόσμου. Και αυτό, για να γίνει, έπρεπε να πέσει ο ίδιος ο Πάπας.
Ο στρατηγός Λουί-Αλεξάντρ Μπερτιέ, υπό τις εντολές του Ναπολέοντα, μπήκε στη Ρώμη και ανακήρυξε τη Ρωμαϊκή Δημοκρατία. Ήταν 15 Φεβρουαρίου 1798. Ο Πίος ΣΤ’ κλήθηκε να αποκηρύξει την εξουσία του, να δεχτεί το τέλος της κοσμικής του ηγεσίας και να παραδοθεί. Αρνήθηκε. Την επόμενη εβδομάδα, στις 20 Φεβρουαρίου, συνελήφθη. Ο ποντίφικας του καθολικού κόσμου, η φωνή του Θεού για εκατομμύρια ανθρώπους, φορτώθηκε σε άμαξες και ξεκίνησε ένα ταξίδι εξορίας.
Η διαδρομή ήταν εξευτελιστική. Πρώτα στη Σιένα, μετά στη Φλωρεντία. Καθώς η Γαλλία κήρυξε πόλεμο στην Τοσκάνη, τον μετέφεραν βιαστικά μέσω Πάρμας, Πιατσέντζας και Τορίνο, ώσπου έφτασε στη Γκρενόμπλ και τελικά στο φρούριο της Βαλάνς. Εκεί, σχεδόν ξεχασμένος, έζησε τους τελευταίους 18 μήνες της ζωής του. Δεν υπήρξε δίκη. Δεν υπήρξε εκτέλεση. Μόνο χρόνος. Και φθορά.
Ο Πάπας Πίος ΣΤ’ πέθανε στις 29 Αυγούστου 1799. Δεν πέθανε ηρωικά. Δεν πέθανε μέσα σε ναούς ή σε θρόνο. Πέθανε έγκλειστος, αθόρυβα, καθώς ο κόσμος άλλαζε και η Ρώμη είχε πάψει, έστω και προσωρινά, να είναι η αιώνια πόλη του Θεού.