Το αυτοβιογραφικό τραγούδι του Διονύση Σαββόπουλου
(ΑΚΟΥΣΤΕ) Μία μοναδική στιγμή της πορείας του σπουδαίου τραγουδοποιού.
Μεγάλη και βαριά σημαία στο ελληνικό τραγούδι ο Διονύσης Σαββόπουλος.
Με το έργο και τις ευρύτερες «παρεμβάσεις» του άλλαξε τα δεδομένα στο ελληνικό τραγούδι και όχι μόνο.
Το 1979, ο Διονύσης Σαββόπουλος παρουσίαζε το διπλό άλμπουμ του «Η Ρεζέρβα».
Ο ίδιος ο Σαββόπουλος αναφέρει στη βιογραφία του «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα» (εκδόσεις Πατάκη, 2025):
Έγραψα πολλά τραγούδια σ’εκείνο το σπίτι, τα περισσότερα τραγούδια από τη «Ρεζέρβα» εκεί τα έγραψα. Και δυο χρόνια αργότερα, τα «Τραπεζάκια έξω». Χρειάστηκε να καθόσω όλο τον χειμώνα, και μάλιστα αποκλείστηκα για ένα διάστημα από τα χιόνια. Το χωριό με βοήθησε. Μου έφερναν φαγητό, με φροντίζανε και όταν κόπηκαν τα φώτα ο κ. Ηρακλής από τη ΔΕΗ της Ζαγοράς, για να μου διορθώσει τη βλάβη.
Η «Ρεζέρβα» κυκλοφόρησε σαν διπλός δίσκος με εξώφυλλο και φωτογραφίες του Κώστα Γουδή. Γύρισα στην Αθήνα τον Νοέμβρη του ’79. Είχα ξεμάθει στο βουνό και ο κόσμος στην Αθήνα μου φάνηκε νευρικός, βιαστικός, φλύαρος. Πολλή κοματίλα τριγύρω, πολλή έξαψη, σαν να μην είχε ακόμη τελειώσει η Μεταπολίτευση. Μα πότε τελείωσε; To ’81 ίσως;
Ανάμεσα στα τραγούδια της «Ρεζέρβας» και το «Γεννήθηκα στη Σαλονίκη»:

Δεκέμβρης του σαράντα τέσσερα με μια μοτοσικλέτα του ΕΛΑΣ
η μάνα μου ετοιμόγεννη, γυρίζει ο θανατάς,
να η μαμή, ανασηκώνει το μανίκι έτσι γεννήθηκα στην Σαλονίκη.
Από τα χώματα και με το αεράκι βλέπει το τραμ να έρχεται γραμμή
είναι κατάφωτο και στο σκαλοπατάκι στέκει ο Τσιτσάνης μ’ ένα μικρό βιολί.
Γεννήθηκα στη Σαλονίκη μπροστά στην κλειδαρότρυπα σκυφτός
κάστρα ανεμισμένα, καΐκια μέσ’ στο φως,
η προκυμαία, βεγγαλικά και χορωδίες
τζάμια, το πλήθος βλέπει οπτασίες.
Τα χρόνια που εξαγόρασε για πάντα η φαντασία του τα λέει παιδικά
και όπως μακραίνει του ορφανοτροφείου η μπάντα μοιάζουν σαν να ‘ναι μελλοντικά.
Κρυμμένος σαν παιδί και σαν δραπέτης κάτω από την σκάλα που ακουμπάει το φως
στο ράδιο ο πατέρας αφουγκράζεται σκυφτός
στριφογυρίζω, μια σημαιούλα μες στο κρύο
νύχτα και φέγγει το στρατοδικείο.
Μέσ’ απ’ τον τοίχο που έσκασε η μπόμπα βλέπει ένα σιντριβάνι από χρυσό
ο κόσμος λιώνει σαν δωμάτιο με σόμπα κι οι δυο Ελλάδες σιγοπίνουν το πιοτό.
Γεννήθηκα στη Σαλονίκη, να δω τους ποιητές πρόλαβα εγώ
στο υπόγειο νησί τους ταξίδεψα ως εδώ
με μια κρυφή, εκ γενετής αιμορραγία
Ελλάδα, γλώσσα τυφλή στην γεωγραφία, Ελλάδα, οικόπεδο και αποικία.
Αν τον ρωτήσετε που βρήκε δεκανίκι
πώς λογαριάζει να βρει την άκρη δηλαδή
θα αποκριθεί: «Γεννήθηκα στη Σαλονίκη και ξέρω απ’ έξω την διαδρομή».