Τον έδιωξαν από την Κρήτη γιατί τον αγαπούσαν πολύ. Έγινε σύζυγος της μητέρας του Ηρακλή και δικαστής στον Κάτω Κόσμο.
Ο Ραδάμανθυς δεν βασίλεψε ποτέ. Τον έδιωξαν για να μην αγαπηθεί περισσότερο. Έγινε δικαστής στον Άδη και σύζυγος της Αλκμήνης, μητέρας του Ηρακλή.
Ήταν γιος του Δία και της Ευρώπης, αδερφός του Μίνωα και του Σαρπηδόνα. Μα δεν πήρε ποτέ τον θρόνο. Ο Ραδάμανθυς, ο πιο δίκαιος άντρας της αρχαιότητας, έγινε τόσο αγαπητός από τον λαό της Κρήτης, που ο αδερφός του τον έστειλε εξορία. Φοβήθηκε τη δημοφιλία του. Φοβήθηκε τη δικαιοσύνη του.
Ο Ραδάμανθυς δεν αντεπιτέθηκε ποτέ. Πήγε στη Βοιωτία. Εκεί έκανε κάτι που κανείς δεν περίμενε. Παντρεύτηκε την Αλκμήνη, τη χήρα του Αμφιτρύωνα, τη μητέρα του Ηρακλή. Κάποιοι λένε πως έγινε και δάσκαλος του ήρωα. Κάποιοι λένε πως του έμαθε νόμους, αρετή και φιλοσοφία. Ούτε μάχες, ούτε σπαθιά. Μόνο δικαιοσύνη.
Ο Πλάτων τον αποκαλεί «ο δικαιότερος άνθρωπος που πέρασε ποτέ από τον κόσμο». Ήταν αυστηρός. Δεν δεχόταν εξαιρέσεις. Ακόμα και στη βία, έβαλε όριο: μόνο αν αμύνεσαι, είπε, έχεις δίκιο. Έφτιαξε τον Κρητικό Κώδικα. Τον πρώτο. Ό,τι έμαθε η Κρήτη το χρωστά σ’ εκείνον.
Όταν πέθανε, δεν πήγε απλώς στον Άδη. Του έδωσαν θέση τιμητική. Έγινε ένας από τους τρεις Κριτές των νεκρών. Μαζί με τον Μίνωα και τον Αιακό. Όχι επειδή ήταν θεός. Αλλά επειδή ήταν δίκαιος. Πάνω απ’ όλους. Δεν δίκαζε τους μεγάλους και τους μικρούς. Δίκαζε τις ψυχές, γυμνές, χωρίς αξιώματα, χωρίς τίτλους.
Κάποτε, σύμφωνα με τον Όμηρο, ταξίδεψε με πλοία των Φαιάκων για να βρει τον γίγαντα Τιτυό. Δεν του ταίριαζε να μένει σε ένα σημείο. Πίστευε ότι η δικαιοσύνη πρέπει να πηγαίνει εκεί που τη χρειάζονται. Κι εκείνος την κουβαλούσε μέσα του, όπως άλλοι κουβαλούν σπαθιά.
Ο λαός τον λάτρεψε όσο λίγους. Ο αδελφός του τον φοβήθηκε. Ο Άδης τον τίμησε. Και η Αρχαιότητα τον ξέχασε.