Αν η πόλη λεγόταν αλλιώς, δε θα είχε γίνει εκεί μία από τις πιο αιματηρές μάχες στην ιστορία της ανθρωπότητας, με 2 εκατομμύρια νεκρούς
Η μάχη του Στάλινγκραντ δεν έγινε για το πετρέλαιο. Έγινε για το όνομα. Μια πόλη έγινε προσωπικό στοίχημα ανάμεσα σε δύο δικτάτορες.
Το 1942, οι χάρτες της Ευρώπης έμοιαζαν να λιώνουν κάτω από τις ερπύστριες της Βέρμαχτ. Στην καρδιά της Σοβιετικής Ένωσης, μια πόλη στις όχθες του Βόλγα ετοιμαζόταν να γίνει η πιο μαύρη σελίδα στην ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Λεγόταν Στάλινγκραντ. Και αυτό ήταν το πρόβλημα.
Αν τη λέγανε αλλιώς — Βολγκογκράντ, Νίζνι Ντον ή οποιοδήποτε ανώνυμο βιομηχανικό κέντρο — ίσως να μην είχε γραφτεί εκεί το πιο αιματηρό κεφάλαιο του πολέμου. Αλλά όταν μια πόλη φέρει το όνομα του ίδιου του ηγέτη, γίνεται σύμβολο. Κι ο πόλεμος σταματά να είναι στρατηγικός. Γίνεται προσωπικός.
Ο Χίτλερ δεν ήθελε απλώς να καταλάβει τη Στάλινγκραντ. Ήθελε να την πατήσει, να την ισοπεδώσει, να τη σβήσει από τον χάρτη. Όχι επειδή ήταν απλώς σημαντική για τη βιομηχανία ή τις μεταφορές. Αλλά επειδή λεγόταν “Πόλη του Στάλιν”. Και αυτό σήμαινε κάτι πολύ περισσότερο. Ήταν επίθεση στο πρόσωπο του εχθρού.
Ο Στάλιν το ήξερε. Κι έτσι, με το διατακτικό «Ούτε βήμα πίσω», έριξε στη φωτιά στρατιώτες, πολίτες, παιδιά, πείνα, τανκ, χιόνι και φωτιά. Οι Σοβιετικοί έστησαν οδοφράγματα από πτώματα. Πολέμησαν μέσα σε εργοστάσια, σε κουζίνες, σε σκάλες πολυκατοικιών. Ένας δρόμος γινόταν πεδίο μάχης για δέκα μέρες. Ένα υπόγειο κόστιζε 500 ζωές.
Στους έξι μήνες που κράτησε η μάχη, σκοτώθηκαν πάνω από 2 εκατομμύρια άνθρωποι. Όχι για πετρέλαιο. Όχι για δρόμους. Αλλά γιατί η πόλη είχε όνομα. Και το όνομα ήταν Στάλιν.
Όταν οι Σοβιετικοί νίκησαν, η προπαγάνδα γιόρτασε. Αλλά ο κόσμος γύρω από τη Στάλινγκραντ ήταν ήδη νεκρός. Ούτε τα ποτάμια δεν κυλούσαν πια καθαρά. Μόνο λάσπη, αίμα, και συντρίμμια.
Κι όμως, αυτή η απλή, αλλά φρικτή υπόθεση παραμένει: αν η πόλη δεν λεγόταν έτσι, δεν θα είχαν πεθάνει εκεί δυο εκατομμύρια άνθρωποι.