Αν το κάνεις σήμερα είναι σίγουρα προσβολή, πριν πολλά χρόνια όμως έπρεπε αλλιώς μπορεί να μην έτρωγες
Πριν αιώνες, το να πας σε δείπνο χωρίς τη δική σου cadena σήμαινε ότι μπορεί να μην έτρωγες.
Φανταστείτε να σας καλούν σε ένα δείπνο σήμερα, να φτάνετε με το δικό σας μαχαίρι και πιρούνι κλεισμένα σε ένα μικρό κουτί και να τα βγάζετε μπροστά στον οικοδεσπότη. Θα σας κοιτούσαν σαν να είχατε χάσει τα μυαλά σας—ίσως και να σας έδιωχναν θεωρώντας το προσβολή. Κι όμως, πριν από αιώνες, αν δεν εμφανιζόσουν με τα δικά σου σκεύη, μπορεί να έμενες νηστικός, κοιτάζοντας το φαγητό από μακριά. Καλωσορίσατε σε έναν κόσμο όπου το να φέρεις το δικό σου μαχαιροπίρουνο δεν ήταν απλώς συνήθεια, αλλά ζήτημα επιβίωσης και κύρους, μια παράξενη συνήθεια που ξεκίνησε σαν ψίθυρος στην Ιταλία και απλώθηκε σαν κύμα στην Ευρώπη.
Πίσω στον 11ο αιώνα, η Ευρώπη δεν ήταν ακριβώς ο παράδεισος της φιλοξενίας που φανταζόμαστε. Τα τραπέζια των πλούσιων γέμιζαν με κρέατα, ψωμιά και κρασί, αλλά τα μαχαιροπίρουνα δεν ήταν κάτι που ο οικοδεσπότης σου χάριζε απλόχερα. Οι περισσότεροι έτρωγαν με τα χέρια ή με ένα μαχαίρι που κουβαλούσαν πάνω τους—ένα εργαλείο που έκοβε το ψωμί το πρωί και υπερασπιζόταν τη ζωή σου το βράδυ. Τότε εμφανίστηκε το πιρούνι, ένα παράξενο αντικείμενο με δόντια, που έφτασε από την Βυζαντινή Αυτοκρατορία στην Ιταλία. Μια πριγκίπισσα, η Μαρία Αργυροπουλίνα, λέγεται ότι το έφερε το 1004 στο γάμο της στη Βενετία, και οι ντόπιοι το κοίταξαν σαν εξωγήινο αντικείμενο. Όμως, σιγά-σιγά, οι πλούσιοι Ιταλοί το υιοθέτησαν, και μαζί του γεννήθηκε η συνήθεια της cadena—ένα μικρό, συχνά πολυτελές κουτί που κρατούσε το μαχαίρι και το πιρούνι σου, σαν θησαυρός που δεν αποχωριζόσουν ποτέ.
Σκεφτείτε το σκηνικό: ένας έμπορος φτάνει σε μια έπαυλη για ένα συμπόσιο. Κατεβαίνει από το άλογό του, βγάζει τη δική του cadena από δέρμα ή μέταλλο, και κάθεται στο τραπέζι δίπλα σε άλλους καλεσμένους που κάνουν το ίδιο. Δεν υπήρχαν ντουλάπια γεμάτα πιρούνια στην κουζίνα του οικοδεσπότη—αν ήθελες να φας με στυλ, έφερνες τα δικά σου. Αυτά τα σετ δεν ήταν απλά εργαλεία, ήταν έργα τέχνης. Φτιαγμένα από ασήμι ή χρυσό, με λαβές σκαλισμένες με λουλούδια ή οικογενειακά σύμβολα, έδειχναν ποιος ήσουν. Στην Ιταλία του 14ου αιώνα, το να εμφανιστείς χωρίς τη δική σου cadena ήταν σαν να πήγαινες σε χορό χωρίς παπούτσια—απλώς δεν γινόταν. Και αν ήσουν φτωχός; Έμενες με το μαχαίρι σου και τα δάχτυλά σου, κοιτάζοντας τους αριστοκράτες να τρώνε με τα πιρούνια τους σαν να ήταν βασιλιάδες.
Η συνήθεια ταξίδεψε πέρα από την Ιταλία, φτάνοντας στη Γαλλία τον 16ο αιώνα, όταν η Αικατερίνη των Μεδίκων έφερε τα ιταλικά της ήθη—και τα πιρούνια της—στο γαλλικό παλάτι. Εκεί, το δείπνο έγινε θέατρο: οι καλεσμένοι έβγαζαν τις cadenas τους σαν να παρουσίαζαν τα διαπιστευτήριά τους, και το να έχεις ένα όμορφο σετ ήταν σαν να κρατάς εισιτήριο για την υψηλή κοινωνία. Ακόμα και οι υπηρέτες κοιτούσαν με δέος αυτά τα μικρά κουτιά, που μερικές φορές περιείχαν και κουτάλια για τις σούπες που γίνονταν της μόδας. Όμως, δεν ήταν όλοι έτοιμοι για αυτή την αλλαγή. Στην Αγγλία, για παράδειγμα, το πιρούνι θεωρήθηκε γελοίο μέχρι τον 17ο αιώνα. Ένας ταξιδιώτης που το έφερε από την Ιταλία το 1608 δέχτηκε χλευασμό, και οι περισσότεροι προτιμούσαν να τρώνε με τα χέρια τους παρά να κουβαλούν τέτοια «περίεργα» αντικείμενα.
Καθώς οι αιώνες περνούσαν, η ανάγκη για τη cadena ξεθώριασε. Μέχρι τον 18ο αιώνα, τα πιρούνια έγιναν πιο φτηνά και συνηθισμένα, χάρη στις βελτιώσεις στην κατασκευή μετάλλων. Οι οικοδεσπότες άρχισαν να γεμίζουν τα τραπέζια τους με δικά τους σετ, και το να φέρεις το δικό σου έγινε περιττό—ίσως και αγενές. Αυτό που κάποτε ήταν απαραίτητο για να φας, μετατράπηκε σε μια παράξενη ανάμνηση, σαν να βλέπεις παλιές φωτογραφίες από έναν κόσμο που δεν υπάρχει πια. Κάπου, σε ένα σκονισμένο μουσείο, μια cadena κάθεται ακόμα, περιμένοντας να πει την ιστορία της για μια εποχή που το δείπνο ήταν προσωπική υπόθεση, και το πιρούνι σου ήταν ο καλύτερος σου φίλος.