Δεν σηκώθηκε την ώρα του εθνικού ύμνου. Και καταστράφηκε η καριέρα του στο μπάσκετ
Δεν σηκώθηκε για τον ύμνο. Το ΝΒΑ τον τιμώρησε, οι ομάδες τον απέκλεισαν, και η καριέρα του τελείωσε. Ήταν ο πρώτος που διαμαρτυρήθηκε έτσι — και το πλήρωσε.
Το 1996, ένα γήπεδο του ΝΒΑ σιγεί την ώρα που παίζει ο αμερικανικός εθνικός ύμνος. Όλοι οι παίκτες στέκονται. Όλοι εκτός από έναν. Ο Mahmoud Abdul-Rauf κάθεται, προσεύχεται, και κάνει αυτό που πιστεύει σωστό. Ήξερε ότι δεν θα του το συγχωρούσαν. Αλλά δεν ήξερε πόσο βαρύ θα ήταν το τίμημα.
Ο Abdul-Rauf γεννήθηκε ως Chris Jackson και ήταν αστέρι του LSU. Ένας από τους πιο εκρηκτικούς γκαρντ της δεκαετίας, παρά το γεγονός ότι ζούσε με το σύνδρομο Τουρέτ. Στο Ντένβερ τον λάτρευαν. Αλλά όταν ασπάστηκε το Ισλάμ και άλλαξε όνομα, άλλαξαν κι όλα γύρω του.
Ο λόγος που δεν σηκωνόταν στον ύμνο ήταν καθαρά πολιτικός και θρησκευτικός. Θεωρούσε ότι το να τιμάς ένα σύμβολο δεν έχει αξία όταν το ίδιο το κράτος δεν τιμά την ελευθερία, την ισότητα ή τα δικαιώματα. Είπε ξεκάθαρα: «Το να στέκομαι για τον εθνικό ύμνο είναι σα να στέκομαι για καταπίεση».
Το ΝΒΑ τον τιμώρησε. Τον ανάγκασε σε συμβιβασμό. Έχασε αγώνες, έφαγε πρόστιμα. Και παρότι είχε στατιστικά που θα του εξασφάλιζαν δεκαετή καριέρα, τον άφησαν στην απέξω. Καμία ομάδα δεν τον υπέγραψε ξανά σοβαρά. Ήταν ανεπιθύμητος.
Έχασε και τα διαφημιστικά συμβόλαια. Λέγεται ότι υπήρχε συμφωνία με τη Nike που εξαφανίστηκε. Τελικά έφυγε από το ΝΒΑ και έπαιξε σε Τουρκία, Σαουδική Αραβία και Ιαπωνία. Πάντα με την ίδια στάση: ήσυχος, αλλά αμετακίνητος.
Σήμερα, πολλοί τον συγκρίνουν με τον Colin Kaepernick. Αλλά ο Abdul-Rauf το έκανε πρώτος. Πριν υπάρξουν hashtags, πριν υπάρξουν κάμερες παντού. Πλήρωσε μόνος του το τίμημα μιας διαμαρτυρίας. Και αν δεν κέρδισε τίτλους, κέρδισε τον σεβασμό της Ιστορίας.