Έφτιαξε δική του εταιρεία για να κάνει τις ταινίες που ήθελε. Τον κατέστρεψαν οικονομικά, του πήραν μέχρι και το σπίτι
Ήθελε να γυρίζει τις ταινίες όπως τις ονειρευόταν. Η απόφασή του κόστισε στον Θανάση Βέγγο μια ολόκληρη περιουσία – και στο τέλος το ίδιο του το σπίτι.
Ο Θανάσης Βέγγος δεν ήταν απλώς ένας κωμικός. Ήταν ένας άνθρωπος που κουβαλούσε στην ψυχή του τα σημάδια της εξορίας, της φτώχειας και του αγώνα για επιβίωση. Τη δεκαετία του 1960, όταν ο ελληνικός κινηματογράφος άκμαζε αλλά παρέμενε δέσμιος των ίδιων παραγωγικών μοντέλων, εκείνος πήρε τη μεγάλη απόφαση: να ιδρύσει τη δική του εταιρεία παραγωγής για να κάνει τις ταινίες που ονειρευόταν, χωρίς να χρειάζεται να ζητήσει άδεια από κανέναν.
Η ΘΒ Ταινίες Γέλιου γεννήθηκε μέσα στο κλίμα μιας Ελλάδας που άλλαζε, αλλά ταυτόχρονα φοβόταν την αλλαγή. Ο Βέγγος δεν ήθελε να αναπαράγει τα κλισέ. Ήθελε να σατιρίσει, να αυτοσχεδιάσει, να μιλήσει για τον μικρό καθημερινό άνθρωπο με σουρεαλιστικό χιούμορ και πίκρα. Γύρισε ταινίες-διαμάντια όπως το «Βοήθεια! Ο Βέγγος φανερός πράκτωρ 000», το «Τρελός, παλαβός και Βέγγος» και το «Ποιος Θανάσης;», πειραματίστηκε, ρίσκαρε, και δημιούργησε έναν εντελώς δικό του κινηματογραφικό κόσμο.
Όμως το ελληνικό σύστημα διανομής ήταν αδυσώπητο. Οι κινηματογράφοι ήθελαν συγκεκριμένα πράγματα, οι παραγωγικές εταιρείες πίεζαν, και οι ανεξάρτητες παραγωγές έβρισκαν κλειστές πόρτες. Παρά τις τεράστιες εμπορικές επιτυχίες και την αγάπη του κόσμου, τα έσοδα δεν ήταν ποτέ αρκετά για να καλύψουν το τεράστιο κόστος των ταινιών που γυρίζονταν με απαιτήσεις επαγγελματία και όχι «αρπαχτής».
Η ΘΒ Ταινίες Γέλιου βυθίστηκε στα χρέη. Ο Βέγγος που έτρεχε για να προλάβει τα πάντα στις ταινίες του, έτρεχε τώρα στις τράπεζες, στα δικαστήρια και στους δικαστικούς κλητήρες. Οι πιέσεις έγιναν αφόρητες και στο τέλος έχασε ακόμα και το σπίτι του, αυτό το μικρό καταφύγιο που είχε αποκτήσει με κόπους δεκαετιών.
Δεν το διαφήμισε ποτέ. Δεν γκρίνιαξε. Δεν κατηγόρησε κανέναν. Έσκυψε το κεφάλι και συνέχισε να παίζει, να δημιουργεί, να γελάει και να κάνει τον κόσμο να ξεχνά για λίγο τη δική του θλίψη. Ίσως γι’ αυτό, μέχρι το τέλος της ζωής του, τον αποκαλούσαν όλοι «ο καλός μας άνθρωπος» χωρίς εισαγωγικά.