Ο Πόλοκ ζωγράφιζε στα γόνατα με “drip‑painting” – σήμερα οι πίνακές του πωλούνται για εκατομμύρια
Δεν χρησιμοποίησε πινέλα. Δεν σχεδίασε τίποτα. Πετούσε μπογιές πάνω σε καμβάδες στο πάτωμα. Και δημιούργησε μια από τις πιο αναγνωρίσιμες επαναστάσεις στην ιστορία της τέχνης.
Δεν ήθελε πινέλα. Ούτε καβαλέτο. Ο Τζάκσον Πόλοκ, ο πιο παρεξηγημένος ζωγράφος του 20ού αιώνα, κατέβασε την τέχνη από τον τοίχο και την έριξε στο πάτωμα. Άπλωνε τον καμβά στο έδαφος και έπεφτε στα γόνατα. Δεν ζωγράφιζε με σχέδιο. Πετούσε μπογιές, τις άφηνε να στάζουν, τις εκτόξευε με κινήσεις σχεδόν χορευτικές. Έμοιαζε με άνθρωπο που παλεύει με τον εαυτό του.
Το έργο του “One: Number 31, 1950” ήταν μια έκρηξη αυτής της τεχνικής. Ένας πίνακας τεράστιος, πάνω από πέντε μέτρα μήκος, που δεν δείχνει τίποτα — και ταυτόχρονα δείχνει τα πάντα. Είναι ένα πεδίο μάχης. Ένα ημερολόγιο κρίσης. Οι γραμμές δεν είναι σχέδιο, είναι ίχνη. Ίχνη σώματος, ψυχής και οργής. Ίχνη ανθρώπου που δεν ήξερε αν θα ζήσει ως καλλιτέχνης ή θα πεθάνει ως περιθωριακός.
Δεν υπήρχε αρχή και τέλος. Ο ίδιος ο Πόλοκ έλεγε πως καταλάβαινε ότι ο πίνακας τελείωνε όταν ένιωθε ότι κάτι τον σταματούσε. Δεν ήξερε τι ζωγράφιζε. Κι όμως, η κάθε πιτσιλιά είχε ενέργεια. Η κάθε γραμμή είχε πρόθεση. Η κάθε πράξη του πάνω στον καμβά ήταν σαν να έγραφε ένα γράμμα από έναν άνθρωπο σε κρίση προς το μέλλον.
Η τεχνική του ονομάστηκε drip painting. Οι περισσότεροι τη θεώρησαν αστεία, μηδενιστική, ακόμη και άχρηστη. “Ούτε παιδί νηπιαγωγείου”, έλεγαν. Αλλά το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στη Νέα Υόρκη δεν συμφώνησε. Ούτε οι συλλέκτες, που σήμερα αγοράζουν έναν πίνακα του Πόλοκ με δεκάδες εκατομμύρια δολάρια.
Δεν έχει θέμα. Δεν έχει πρόσωπα. Δεν έχει συμβολισμούς. Κι όμως, έχει κάτι που σπάνια βρίσκεις στην τέχνη: αλήθεια χωρίς φίλτρο. Ένα έργο που δεν το κοιτάς — το ζεις. Και δεν χρειάζεται να το καταλάβεις. Αρκεί να σε καταλάβει εκείνο.