Γιατί οι Βυζαντινοί έβαφαν τα μάτια τους με κόπρανα νυχτερίδας;
Στην Κωνσταντινούπολη, οι Βυζαντινοί μετέτρεπαν τα κόπρανα νυχτερίδας σε φάρμακο και μακιγιάζ, πιστεύοντας ότι κρατούσε τα μάτια τους ζωντανά.
Φαντάσου τη λάμψη της Κωνσταντινούπολης τον 10ο αιώνα, με τα χρυσά ψηφιδωτά της Αγίας Σοφίας να αντανακλούν το φως και τους δρόμους γεμάτους εμπόρους, μοναχούς και στρατιώτες. Μέσα σε αυτόν τον κόσμο, οι Βυζαντινοί—από απλούς τεχνίτες μέχρι ευγενείς—είχαν μια συνήθεια που σήμερα μοιάζει απίστευτη: έβαφαν τα μάτια τους με κόπρανα νυχτερίδας. Δεν ήταν τρέλα ούτε μαγεία, αλλά μια πρακτική που πίστευαν ότι κρατούσε τα μάτια τους καθαρά και δυνατά. Οι νυχτερίδες ζούσαν κατά χιλιάδες στις σπηλιές και τα υπόγεια της αυτοκρατορίας, και τα περιττώματά τους μαζεύονταν προσεκτικά, στέγνωναν κάτω από τον ήλιο και γίνονταν σκόνη—ένα μαύρο, μυρωδάτο μείγμα που το θεωρούσαν φάρμακο.
Η ιδέα πίσω από αυτό το παράξενο έθιμο είχε ρίζες στην ιατρική της εποχής. Οι Βυζαντινοί γιατροί, επηρεασμένοι από τον Γαληνό και τον Ιπποκράτη, πίστευαν ότι η γκουανό των νυχτερίδων, πλούσια σε άλατα και οργανικές ουσίες, μπορούσε να καθαρίσει τις φλεγμονές και να δυναμώσει την όραση. Το ανακάτευαν με νερό ή μέλι, φτιάχνοντας μια πάστα που την έβαζαν γύρω από τα μάτια ή ακόμα και μέσα, σαν κολλύριο. Οι γυναίκες το χρησιμοποιούσαν και σαν μακιγιάζ, σκουραίνοντας τα βλέφαρα για να δώσουν βάθος στο βλέμμα τους, ενώ οι στρατιώτες το έπαιρναν μαζί τους στις εκστρατείες, ελπίζοντας να γλιτώσουν από τις σκόνες και τις μολύνσεις των μαχών.
Αυτή η συνήθεια δεν ήταν χωρίς κινδύνους. Τα κόπρανα, γεμάτα βακτήρια και μύκητες, μπορούσαν να φέρουν το αντίθετο αποτέλεσμα—μολύνσεις που τύφλωναν αντί να θεραπεύουν. Παρόλα αυτά, η πίστη τους κράτησε αιώνες, με συνταγές να περνούν από γενιά σε γενιά, γραμμένες σε περγαμηνές από μοναστήρια μέχρι παλάτια. Οι έμποροι πουλούσαν τη σκόνη σε αγορές, από τη Θεσσαλονίκη μέχρι την Τραπεζούντα, και οι ξένοι περιηγητές κοιτούσαν με απορία αυτό το βυζαντινό μυστικό που μύριζε σαν σπηλιά αλλά λάτρευαν σαν χρυσάφι.