Γύρισαν ζωντανοί από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά ούρλιαζαν μέσα στη νύχτα και κρύβονταν κάτω από τα κρεβάτια τους
Επέστρεψαν χωρίς πληγές αλλά κατέληξαν να ουρλιάζουν τα βράδια. Το shell shock στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο δίχασε την κοινωνία και κατέστρεψε χιλιάδες ζωές.
Έμοιαζαν ακέραιοι. Χωρίς ακρωτηριασμένα άκρα, χωρίς εγκαύματα, χωρίς εμφανή τραύματα. Μα όταν έπεφτε η νύχτα, ούρλιαζαν. Έτρεμαν. Κρύβονταν κάτω από τα κρεβάτια τους σαν μικρά παιδιά που φοβούνται τον μπαμπούλα. Αυτοί οι άνδρες γύρισαν από το μέτωπο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου χωρίς καμία πληγή, και όμως ήταν διαλυμένοι. Είχαν χτυπηθεί από κάτι που κανείς δεν μπορούσε τότε να εξηγήσει.
Το ονόμασαν Shell Shock. Μια αόρατη παθολογία, ένα ανεξήγητο σύνδρομο που γιατροί και στρατηγοί προσπαθούσαν να αποδώσουν είτε σε δειλία είτε σε σωματική πίεση από τις εκρήξεις. Οι πάσχοντες έτρεμαν, μιλούσαν ασυνάρτητα, τραυλίζανε, δεν μπορούσαν να φάνε ούτε να κοιμηθούν. Κάποιοι έπεφταν σε κατατονία. Άλλοι αυτοτραυματίζονταν. Υπήρχε κάτι σατανικά ειρωνικό στο ότι ο πιο τεχνολογικά προηγμένος πόλεμος της εποχής είχε φέρει μια μορφή τρέλας που έμοιαζε με επιστροφή στον πρωτογονισμό.
Στο δυτικό μέτωπο, μέσα στις λάσπες και τις φονικές οβίδες, γεννήθηκε μια νέα ψυχική διαταραχή. Ο Α’ Παγκόσμιος Πολέμος σήμαινε για πολλούς άνδρες τη μετάβαση από την εφηβεία στην παράνοια. Στρατιώτες που είχαν μεγαλώσει με ιστορίες τιμής και δόξας έλιωναν συναισθηματικά μπροστά σε έναν πόλεμο στα χαρακώματα που ήταν όλα εκτός από ένδοξος.
Οι πρώτες περιπτώσεις shell shock εμφανίστηκαν σχεδόν αμέσως μετά τις μάχες του 1914. Μέχρι το 1916, το φαινόμενο είχε λάβει τέτοιες διαστάσεις που τα βρετανικά στρατιωτικά νοσοκομεία γέμισαν με χιλιάδες “αθόρυβα θύματα”. Κι όμως, η επίσημη στρατιωτική πολιτική αντιμετώπιζε τους περισσότερους από αυτούς με δυσπιστία. Θεωρήθηκαν λιποτάκτες. Δειλοί. Ορισμένοι εκτελέστηκαν.
Ένα ιατρικό χάος. Άλλοι γιατροί πίστευαν πως ήταν νευρική κατάρρευση, άλλοι ότι ήταν πρόβλημα στα αυτιά ή στον εγκέφαλο λόγω των κανονιών. Δεν υπήρχε κοινή γραμμή, ούτε θεραπεία. Οι στρατιώτες αυτοί ήταν πειραματόζωα μιας νέας εποχής όπου ο ψυχικός πόνος μπορούσε να είναι πιο ολέθριος από τον σωματικό.
Και μετά τον πόλεμο; Επέστρεψαν στα σπίτια τους, σε κοινωνίες που δεν καταλάβαιναν. Οι γυναίκες τους φοβόντουσαν. Οι γονείς τους δεν τους αναγνώριζαν. Τα παιδιά τους τους απέφευγαν. Δεν ήταν ήρωες – ήταν βάρος. Κάποιοι έκλεισαν το στόμα τους για πάντα. Άλλοι ξυπνούσαν κάθε βράδυ ιδρωμένοι, ακούγοντας φανταστικά σφυρίγματα οβίδων.
Το shell shock ήταν μόνο η αρχή. Σήμερα το αποκαλούμε PTSD. Τώρα το αναγνωρίζουμε. Τότε, το φοβόμασταν. Ήταν ο πόλεμος που επέστρεφε στο σπίτι – αθόρυβα, ύπουλα, ντυμένος με τις στολές των επιζώντων.