Η Ελληνική ταινία που ο Φίνος ήλπιζε να κάνει διεθνή καριέρα
Το 1958 ο Φίνος ρίσκαρε τα πάντα για μια ταινία που θα πήγαινε πέρα από τα ελληνικά σύνορα.
Το 1958 ο Φίνος ήθελε κάτι παραπάνω από μία ακόμα ελληνική επιτυχία. Ήθελε μια ταινία που να σταθεί ισάξια δίπλα στις μεγάλες ευρωπαϊκές παραγωγές. Έτσι γεννήθηκε το «Μια ζωή την έχουμε», η πιο ακριβή παραγωγή της εταιρείας του μέχρι τότε. Ο Φίνος δεν αρκέστηκε στα ελληνικά όρια. Σκέφτηκε ευρωπαϊκά. Και σε αυτό το πλαίσιο επέλεξε για πρωταγωνίστρια μία σταρ που είχε ήδη λάμψει σε ιταλικές και γαλλικές οθόνες: την Υβόν Σανσόν.
Η Υβόν Σανσόν, ελληνικής καταγωγής αλλά μεγαλωμένη στην Ιταλία, δεν μιλούσε σχεδόν καθόλου ελληνικά. Αυτό δεν ήταν πρόβλημα για τον Φίνο. Αντίθετα, ήταν ατού. Η επιλογή της έδωσε στην ταινία αίγλη, αλλά έφερε και προκλήσεις. Χρειάστηκε να ντουμπλαριστεί σε όλη τη διάρκεια της ταινίας από τη Θεανώ Ιωαννίδου. Ο θεατής δεν άκουγε τη φωνή της, αλλά η παρουσία της, το βλέμμα και η αδιαμφισβήτητη στόφα της σταρ ήταν εκεί. Ο Φίνος είχε πετύχει τον στόχο του: να δώσει στην ελληνική παραγωγή μια διεθνή νότα.
Ο Δημήτρης Χορν ήταν τότε στο απόγειο του ταλέντου του και η συνεργασία με έναν σκηνοθέτη όπως ο Γιώργος Τζαβέλλας έφερε ένα αποτέλεσμα που έμελλε να γίνει κλασικό. Η ιστορία του τραπεζικού υπαλλήλου Κλέωνα, που από τυχαίος γίνεται πλούσιος και ζει ένα ονειρικό διάστημα με την κοκότα Μπιμπή, φτιαγμένη να ενσαρκώνει τη femme fatale, είχε όλα τα στοιχεία μιας ρομαντικής κωμωδίας με κοινωνικές προεκτάσεις.
Η επιλογή της Σανσόν δεν ήταν τυχαία. Εκείνη την εποχή είχε ήδη γίνει γνωστή από συνεργασίες με σκηνοθέτες όπως ο Ραφαέλε Ματαράτσο και είχε ταυτιστεί με μελοδραματικούς ρόλους που καθήλωναν το κοινό. Το πρόσωπό της είχε εμπορική απήχηση στη Γαλλία, την Ιταλία και την Ισπανία. Ο Φίνος ήλπιζε πως το όνομά της θα άνοιγε δρόμους για το ελληνικό σινεμά σε ξένες αγορές.
Η ταινία όμως δεν προβλήθηκε ποτέ εκτενώς στο εξωτερικό. Παρότι είχε γυριστεί με προδιαγραφές που θα επέτρεπαν την εξαγωγή της, ο διεθνής δρόμος δεν άνοιξε. Η απόσταση από την ευρωπαϊκή κινηματογραφική πρωτοπορία ήταν μεγάλη. Η ταινία παρέμεινε εντός των ελληνικών συνόρων, αγαπήθηκε όσο λίγες, αλλά δεν έγινε ποτέ το «διαβατήριο» του ελληνικού κινηματογράφου προς τα έξω.
Η φωνή της Σανσόν αντικαταστάθηκε, αλλά όχι το κύρος της. Ο κόσμος στο σινεμά την παρακολουθούσε με τη σιγουριά πως βλέπει μια γυναίκα βγαλμένη από άλλο επίπεδο, άλλη χώρα, άλλη αίγλη. Αυτό από μόνο του λειτουργούσε στο μυαλό των θεατών σαν ένα μικρό άνοιγμα της ελληνικής ταινίας στον ευρωπαϊκό αέρα. Ο Φίνος το είχε πετύχει. Έστω και μόνο με την εικόνα.
Το «Μια ζωή την έχουμε» ήταν κάτι παραπάνω από μια ταινία. Ήταν το όραμα του Φίνου να σηκώσει την ελληνική κινηματογραφική παραγωγή στα φτερά της διεθνούς αγοράς. Η επιλογή μιας Ελληνίδας που δεν μιλούσε ελληνικά ήταν τολμηρή, προκλητική και μπροστά από την εποχή της. Δεν είναι τυχαίο που ακόμα και σήμερα, τόσες δεκαετίες μετά, η ιστορία αυτής της ταινίας εξακολουθεί να συναρπάζει.