Η μητέρα της πέθανε στη γέννα. Την υιοθέτησε μια ηθοποιός πάνω στην περιοδεία της. Έγινε η πιο αγαπημένη μάνα του ελληνικού σινεμά
Η μητέρα της πέθανε όταν τη γέννησε. Την υιοθέτησε μια ηθοποιός σε περιοδεία. Κι εκείνη έγινε η πιο αγαπημένη μάνα του ελληνικού κινηματογράφου.
Η Ελένη δεν πρόλαβε να δει ποτέ τη μητέρα της. Πέθανε τη μέρα που τη γέννησε, στη Λάρισα του 1916. Έμεινε βρέφος, με μια οικογένεια που τη σημάδεψε περισσότερο η απώλεια παρά η στοργή. Τη συνάντησε τυχαία η ηθοποιός Κυριακούλα Ζαφειρίου, σε μια θεατρική περιοδεία, την κοίταξε και της φάνηκε σαν κάτι δικό της. Δεν είχε παιδί. Ζήτησε από τον πατέρα της να της τη δώσει για ψυχοπαίδι. Έτσι, το κορίτσι πήρε το επίθετο της θετής μάνας του και μια μοίρα δεμένη πια με το σανίδι.
Από τότε, άλλαζε διαρκώς τόπους και σπίτια. Δεν πρόλαβε να ριζώσει πουθενά. Μεγάλωσε μέσα στα παρασκήνια, στα παραπετάσματα και στις καρέκλες των περιφερόμενων θιάσων. Ο θετός της αδερφός ήταν ηθοποιός. Η Κυριακούλα την κρατούσε στα χέρια της, ακόμα κι όταν έπαιζε σε φτηνές σκηνές της επαρχίας. Η μικρή Ελένη έπαιζε με τα κοστούμια και έκλαιγε στα μελό. Ο σκηνοθέτης Γρηγόρης Γρηγορίου, κουμπάρος της, θα της έδινε αργότερα τον πρώτο της ρόλο στο «Πικρό Ψωμί».
Η Ζαφειρίου φοίτησε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Έπαιξε για πρώτη φορά σε επαγγελματική σκηνή το 1936, πριν καλά καλά κλείσει τα 20 της. Ο ρόλος ήταν στο «Πριν από το ηλιοβασίλεμα» του Χάουπτμαν. Από εκεί και πέρα, δεν βγήκε ποτέ από τον κόσμο του θεάτρου. Στη διάρκεια της καριέρας της υποδύθηκε βασίλισσες και θεές. Μαργαρίτα στον Ριχάρδο Γ΄, Άτοσσα στους Πέρσες, Αντιγόνη στον Οιδίποδα επί Κολωνώ. Όμως ο λαός τη θυμήθηκε αλλιώς.
Στον κινηματογράφο, έπαιξε πάντα αυτή που πονούσε. Τη μάνα του ήρωα. Τη γυναίκα που σκούπιζε τα χέρια της στην ποδιά για να πάρει αγκαλιά το παιδί. Τη μάνα που σήκωνε τα βάρη και έσβηνε στο βάθος, χωρίς φωνή. Αυτή ήταν στα «Πικρό Ψωμί», «Η Λίμνη των Πόθων», «Μικρή Πολιτεία». Οι νεότεροι τη θυμούνται από την τηλεόραση, στον ρόλο της Καμπουρίτσας στο «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται», την πιο ανθρώπινη, ζεστή παρουσία μέσα στη σκληρότητα του σίριαλ.
Είχε και μία άλλη φωνή. Κυριολεκτικά. Στην πρώτη ελληνική μεταγλώττιση της Disney, έδωσε τη φωνή της στη μάγισσα της «Χιονάτης» και στη λαίδη Κλώσσα στον «Ρομπέν των Δασών». Η γυναίκα που οι Έλληνες αγαπούσαν για το μητρικό της βλέμμα, ήταν ταυτόχρονα η “κακιά” που έδινε δηλητηριασμένα μήλα στα παιδιά. Κι όμως, δεν υπήρξε πιο ανθρώπινη μορφή στον ελληνικό κινηματογράφο.
Το 1991, έγραψε ένα βιβλίο με τον τίτλο: «Τι να σου πρωτοθυμηθώ βρε μάνα». Δεν θα μπορούσε να υπάρχει τίτλος πιο κοντά σε αυτό που ήταν. Ίσως έγραφε για τη δική της μάνα. Ίσως για τον ρόλο που έπαιζε δεκαετίες, σχεδόν χωρίς πρόβα, κάθε φορά με αυθεντικό πόνο. Πέθανε το 2004, μετά από αλλεπάλληλα εγκεφαλικά. Η κηδεία της έγινε σε στενό οικογενειακό κύκλο, όπως αρμόζει σε εκείνες τις γυναίκες που όλοι αγαπούν, μα κανείς δεν το φωνάζει.