Ήταν η πιο σκληρή τιμωρία. Τους έκοβαν τα μαλλιά, τους έσκιζαν τα ρούχα και τους έβγαζαν στους δρόμους με ταμπέλα στον λαιμό
Δεν ήταν μόδα. Ήταν εξουσία πάνω στο σώμα. Το κούρεμα με την ψιλή χρησιμοποιήθηκε ως μέσο τιμωρίας και διαπόμπευσης σε όλη την Ελλάδα του 20ού αιώνα.
Δεν ήταν πειραματισμός μόδας. Το κούρεμα με την ψιλή, η εν χρω κουρά, ήταν ένα εργαλείο πειθαρχίας. Από τα θρανία μέχρι τις στρατιωτικές φυλακές, ο κουρεμένος σύρριζα μαθητής, φαντάρος ή κρατούμενος ήταν ένας “διορθωμένος” άνθρωπος. Στις πιο ακραίες περιπτώσεις, ήταν ένας ταπεινωμένος άνθρωπος, φτιαγμένος για παραδειγματισμό.
Στο σχολείο το επιβαλλόμενο κούρεμα ξεκίνησε με πρόσχημα την υγιεινή. Η ψείρα έμπαινε ως αιτία, αλλά γινόταν κανόνας για όλους. Οι μαθητές στα δημοτικά, κι ακόμα περισσότερο στα γυμνάσια της δεκαετίας του ’50, κουρεύονταν μαζικά, πολλές φορές στην αυλή του σχολείου. Το έκανε ο δάσκαλος, ή ένας μεγαλύτερος μαθητής. Και μαζί με το κούρεμα, επέβαλαν και ποδιά με κουκουβάγια ή κονκάρδα, έτσι ώστε να ξεχωρίζουν ως πειθαρχημένοι.
Το 1958, η εντολή άλλαξε. Έγινε «προαιρετικό» το κούρεμα με την ψιλή στα σχολεία της Αθήνας, αλλά στην επαρχία παρέμεινε «θέμα φιλοτίμου». Όταν το 1965 ο Γεώργιος Παπανδρέου κατάργησε το υποχρεωτικό κούρεμα, ο τύπος πανηγύριζε για το τέλος της «κουράς εν χρω». Η αντίσταση των μαθητών είχε βρει τη δικαίωσή της.
Αλλά στο στρατό δεν άλλαξε τίποτα. Το κούρεμα με την ψιλή έμενε ως τελετή ένταξης, ως πρακτικό μέτρο υγιεινής και ως τιμωρία. Μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του ’80, οι νεοσύλλεκτοι κουρεύονταν σύρριζα. Ακόμα και στη φυλακή, το ψιλό κούρεμα ήταν το πρώτο βήμα εισόδου. Ήταν μια μορφή ισοπέδωσης της ταυτότητας.
Κι ύστερα ήρθαν οι τεντιμπόηδες. Στις 3 Σεπτεμβρίου του 1958, οι πρώτοι νεαροί οδηγήθηκαν στην Ασφάλεια. Είχαν πετάξει γιαούρτι σε περαστικό. Οι αστυνομικοί τους κούρεψαν με την ψιλή, τους έσκισαν τα ρεβέρ και τους έβγαλαν στους δρόμους με πινακίδα στον λαιμό: «Είμαι τεντιμπόης και έριξα γιαούρτι σε γυναίκα». Η εικόνα αυτή έγινε σύμβολο καταστολής.
Η ίδια μέθοδος εφαρμόστηκε και για τους κουτσαβάκηδες, δεκαετίες πριν. Το 1893, ο Μπαϊρακτάρης, διευθυντής της Αστυνομίας, διέταξε να κουρεύουν γουλί όσους προκαλούσαν με τη συμπεριφορά ή την εμφάνιση τους. Η ταπείνωση ήταν δημόσια και επιδεικτική.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι γυναίκες που θεωρήθηκαν συνεργάτιδες των κατακτητών διαπομπεύτηκαν με το ίδιο μέσο. Τις έπιαναν, τις κούρευαν και τις περιέφεραν μπροστά στα μάτια των γειτόνων. Ήταν η ελληνική εκδοχή της εκδίκησης – πιο σκληρή από τον νόμο, πιο ακατέργαστη από το δίκιο.
Στη Μακρόνησο, στους τόπους εξορίας και «αναμόρφωσης», η κουρά ήταν υποχρεωτική. Οι εξόριστοι αριστεροί έπρεπε να απολέσουν κάθε προσωπικότητα. Το κούρεμα ήταν η πρώτη πράξη υποταγής. Είτε το ήθελαν είτε όχι.
Το ίδιο συνέβη και επί χούντας. Ο Θεοφύλακτος Παπακωνσταντίνου, υπουργός Παιδείας του Παπαδόπουλου, διέταξε οι μακρυμάλληδες μαθητές να κουρεύονται γουλί. Η αστυνομία έπιανε και φοιτητές ή ιερόδουλες, τους κουρευε και τους κρατούσε για παραδειγματισμό.
Από τις ποδιές και τις κουκουβάγιες στα σχολεία, μέχρι τα πειθαρχεία και τις πινακίδες διαπόμπευσης, το κούρεμα με την ψιλή δεν ήταν απλώς μια κόμμωση. Ήταν μια ποινή. Μια δήλωση εξουσίας. Ένας τρόπος να σβήνεις την ταυτότητα κάποιου — για λίγο ή για πάντα.