Ήθελε να τη σβήσει από την ιστορία. Την έπνιξε με νερό και την ισοπέδωσε χειρότερα κι απ’ τον Κατακλυσμό
Η Βαβυλώνα δεν ηττήθηκε σε μάχη. Εξαφανίστηκε με μανία. Ο Σενναχερίμ δεν ήθελε να την κυβερνήσει — ήθελε να την καταργήσει από τη μνήμη του κόσμου
Ήταν το στολίδι της Μεσοποταμίας. Η πόλη που είχε γίνει συνώνυμο της σοφίας, των αστεριών, της γραφής, των ναών και των πρώτων νόμων. Η Βαβυλώνα δεν ήταν απλώς μια πόλη· ήταν ο πολιτισμός. Αλλά ένας βασιλιάς, με στρατό ανίκητο και μίσος αβυσσαλέο, αποφάσισε πως έπρεπε να πάψει να υπάρχει. Όχι να την καταλάβει. Όχι να τη λεηλατήσει. Αλλά να την εξαφανίσει από τη γη.
Ο Σενναχερίμ ήταν γιος του Σαργών Β΄ και βασιλιάς της τρομακτικής ασσυριακής αυτοκρατορίας. Ανέβηκε στον θρόνο το 705 π.Χ. και έκτοτε δεν έχανε. Οι κατακτήσεις του απλώνονταν σαν αρρώστια, από τη Μεσοποταμία ως τη Φοινίκη και την Παλαιστίνη. Ο ίδιος όμως δεν ήθελε απλώς εδάφη – ήθελε απόλυτη εξουσία, χωρίς καμία αμφισβήτηση. Και η Βαβυλώνα είχε το θράσος να σηκώσει κεφάλι.
Η σταγόνα που ξεχείλισε ήταν μια εξέγερση. Οι Ελαμίτες, αρχαίος λαός της σημερινής νοτιοδυτικής Περσίας, μπήκαν στη Βαβυλώνα, εκμεταλλεύτηκαν τις εντάσεις και την πήραν στα χέρια τους. Ήταν σα να άρπαξαν ιερό λείψανο μπροστά στα μάτια του Σενναχερίμ. Η οργή του δεν ήταν ανθρώπινη. Ήταν βιβλική.
Η εκστρατεία ξεκίνησε με ρυθμό τυφώνα. Ο ίδιος ο βασιλιάς περιγράφει την πράξη του σαν κάτι σχεδόν μεταφυσικό: «Ραγιάζω σαν καταιγίδα, σκεπάζω την πόλη σαν ομίχλη». Πολιορκεί, γκρεμίζει, σκαρφαλώνει στα τείχη. Δεν χαρίζει κανέναν. Ούτε μικρό, ούτε μεγάλο. Γεμίζει τους δρόμους με πτώματα. Βάζει φωτιά σε ναούς, σπίτια και παλάτια. Όμως δεν σταματά εκεί.
Ο Σενναχερίμ διατάζει το αδιανόητο: να σκάψουν κανάλια μέσα στην ίδια την πόλη, να φέρουν νερά από τα ποτάμια και να πλημμυρίσουν τα πάντα. Να διαλυθεί το έδαφος, να πέσουν τα θεμέλια, να εξαφανιστεί ο αστικός ιστός. Ρίχνει τα ίδια τα τούβλα και τις πέτρες μέσα στο ποτάμι Αράχτου. Το αποτέλεσμα; Μια τεράστια, λασπώδης πεδιάδα χωρίς ίχνος ζωής. Ούτε μια γωνιά να θυμίζει ότι εδώ ήταν κάποτε η μεγαλύτερη πόλη του κόσμου.
«Ήθελα», γράφει, «ο τόπος να μην μπορεί να αναγνωριστεί ποτέ ξανά». Ήταν μια εκδίκηση που στόχευε στη μνήμη, στην ταυτότητα, στην ίδια την έννοια της ύπαρξης.
Κι όμως, παρά τη φρίκη, ο κόσμος δεν τον ξέχασε. Ο ίδιος του ο γιος, ο Ασαρχαδδών, μόλις πήρε την εξουσία, προσπάθησε να χτίσει ξανά τη Βαβυλώνα. Γιατί κατάλαβε ότι δεν μπορείς να σβήσεις το φως, όσο κι αν το θάψεις κάτω από λάσπη. Ο Σενναχερίμ τιμωρήθηκε, λένε, απ’ τους δικούς του. Τον μαχαίρωσαν οι ίδιοι του οι γιοι, μέσα στον ναό του θεού που είχε προσβάλει.
Η Βαβυλώνα ξαναγεννήθηκε. Ο πολιτισμός επέζησε. Αλλά για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, η πόλη που γέννησε τον Νόμο, τους αριθμούς και την αστρονομία, είχε διαγραφεί από την Ιστορία. Όχι από την Ιστορία όπως τη γράφουμε. Από την Ιστορία όπως την ορίζει η μνήμη. Και την είχε σβήσει ένας άνθρωπος που ήθελε να γίνει θεός, πνίγοντας το παρελθόν μέσα στο ίδιο του το ποτάμι.