Λίνα Μενδώνη: Όταν η Εθνική Πινακοθήκη γίνεται βιτρίνα βλασφημίας και ρουσφετιού – Ο πολιτισμός δεν είναι λάφυρο
Όταν ο μόνος πραγματικός βανδαλισμός ήταν αυτός που επιτράπηκε επί των ημερών της.
Η Λίνα Μενδώνη δεν είναι μια τυχαία περίπτωση υπουργού. Είναι η μακροβιότερη κάτοχος του χαρτοφυλακίου Πολιτισμού και τεχνοκράτισσα των μηχανισμών. Ξέρει να εγκρίνει, να προστατεύει, να καλύπτει. Και όταν ξεσπά σκάνδαλο, ξέρει να δείχνει αλλού. Αυτή τη φορά όμως, οι μάσκες έπεσαν. Η Εθνική Πινακοθήκη, ο ναός της τέχνης του έθνους, έγινε πεδίο ιδεολογικού βανδαλισμού και νεποτισμού.
Η κ. Μενδώνη βρήκε την ευκαιρία να βαφτίσει ως «καλλιτεχνική έκφραση» χυδαίες εικόνες που εξευτελίζουν την Πίστη και παρωδούν θρησκευτικά σύμβολα. Και μόλις κάποιος διαμαρτυρήθηκε τον αποκάλεσε «βανδάλιστή». Όμως ο μόνος πραγματικός βανδαλισμός ήταν αυτός που επιτράπηκε επί των ημερών της.
Εκεί που σταματά η συζήτηση για το περιεχόμενο της έκθεσης και τα όρια της αισθητικής, ξεκινά μια άλλη, πιο σύνθετη συζήτηση: αυτή της διοικητικής διάρθρωσης και των προσωπικών σχέσεων που πλαισιώνουν τον θεσμό. Η κυρία Στεφάνη, υπεύθυνη για άλλη βλάσφημη έκθεση στον τρίτο όροφο της Πινακοθήκης, είναι κόρη πρώην υπουργού. Η διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης, κυρία Τσιάρα, είναι ανιψιά υπουργού. Τέλος, η κυρία Παναγιωταρέα, που διαδραματίζει συμβουλευτικό ρόλο στο Υπουργείο Πολιτισμού, βρίσκεται σε άμεση συνεργασία με την πολιτική ηγεσία. Αυτά τα δεδομένα δεν αποτελούν από μόνα τους μομφή, ωστόσο, όταν συνυπάρχουν με επιλογές που προκαλούν εύλογα ερωτήματα στην κοινή γνώμη, είναι αναπόφευκτο να δημιουργούν αίσθηση συγκέντρωσης εξουσίας σε πρόσωπα με συγκεκριμένες πολιτικές ή οικογενειακές διασυνδέσεις.
Η Εθνική Πινακοθήκη είναι ένας δημόσιος θεσμός με βαθύ συμβολισμό και ιστορική βαρύτητα. Όσο μεγαλύτερο είναι το κύρος της, τόσο μεγαλύτερη είναι η ανάγκη για διαφάνεια, αξιοκρατία και σαφή διάκριση ανάμεσα στον ρόλο του επιμελητή, του συμβούλου και του πολιτικού προϊσταμένου. Οι πολίτες δεν ζητούν τιμωρίες, αλλά εγγυήσεις ότι τέτοιες αποφάσεις ελήφθησαν με σεβασμό στο θεσμικό πλαίσιο και όχι υπό τη σκιά συγγενικών ή πολιτικών σχέσεων.
Ο Νίκος Παπαδόπουλος, που τόλμησε να αντιδράσει, δεν έκανε τίποτα περισσότερο από μια ακτιβιστική πράξη πολιτισμικής αντίστασης. Δεν εξύβρισε, δεν τρομοκράτησε. Εξέφρασε αυτό που εκατομμύρια πολίτες αισθάνθηκαν: ντροπή, οργή και αηδία.
Η κα Μενδώνη μιλά για έργα, κονδύλια, αναστηλώσεις. Όμως κανένα εκατομμύριο δεν μπορεί να καλύψει την ηθική γύμνια ενός πολιτισμού που φτύνει πάνω στα σύμβολα που γέννησαν αυτό το έθνος. Όσο για τη δημοκρατία που επικαλείται – δεν υπάρχει όταν η τέχνη γίνεται όπλο φτηνής πρόκλησης και οι θέσεις μοιράζονται με συγγενικά κριτήρια.
Ο πολιτισμός δεν είναι ούτε παραμάγαζο, ούτε πολιτικό λάφυρο. Είναι ρίζα, πίστη και συλλογική μνήμη. Και αυτή η μνήμη, κυρία Μενδώνη, θα σας θυμάται. Όχι για τα πολιτιστικά σας έργα σας. Αλλά για όσα επιτρέψατε να γίνουν σε βάρος της Πίστης.