Μόλις μπει στο ποτάμι, αρχίζει να σαπίζει ζωντανός. Ο σολομός συνεχίζει να κολυμπά μέχρι να πεθάνει για να γεννήσει
Δεν σταματά ούτε όταν το σώμα του αρχίσει να σαπίζει.
Ο σολομός περνά τη ζωή του στον ωκεανό. Εκεί τρέφεται, μεγαλώνει, γίνεται δυνατό ψάρι, ικανό να διασχίζει τεράστιες αποστάσεις. Όμως δεν είναι αυτός ο προορισμός του. Ο κύκλος του δεν κλείνει στη θάλασσα. Πρέπει να επιστρέψει. Στο ίδιο ποτάμι που γεννήθηκε. Στην ίδια πατρίδα. Εκεί όπου όλα άρχισαν. Και εκεί όπου όλα θα τελειώσουν.
Μόλις εισέλθει στο γλυκό νερό, το σώμα του ξεκινά να καταρρέει. Το δέρμα του αλλάζει χρώμα, σκουραίνει, παραμορφώνεται. Τα λέπια του χαλάνε, οι ιστοί του σπάνε. Σταματά εντελώς να τρώει. Ό,τι ενέργεια έχει, το χρησιμοποιεί για να κολυμπήσει αντίθετα στο ρεύμα. Για να φτάσει στον τόπο που γεννήθηκε. Να γεννήσει. Και να πεθάνει.
Δεν υπάρχει επιστροφή. Δεν υπάρχει ανάπαυση. Δεν υπάρχει δεύτερη ευκαιρία. Ο σολομός δεν ζει για να δει τα παιδιά του. Δεν προλαβαίνει να απολαύσει το τέλος. Πεθαίνει καταπονημένος, διαλυμένος, με το σώμα του να έχει σχεδόν σαπίσει. Είναι προγραμματισμένος να φτάσει ως εκεί. Και τίποτα δεν μπορεί να τον κάνει να σταματήσει πριν ολοκληρώσει την αποστολή.
Οι επιστήμονες λένε ότι ο σολομός διατηρείται ζωντανός μόνο και μόνο από την ορμονική μνήμη του. Από μια έμφυτη εντολή που δεν μπορεί να αγνοήσει. Τα αποθέματά του εξαντλούνται. Τα όργανά του υπολειτουργούν. Κι όμως, συνεχίζει. Δεν σταματά. Ούτε όταν το σώμα του δεν ανταποκρίνεται πια. Μόνο όταν τελειώσει ό,τι ήρθε να κάνει.
Σε λίγες μέρες μετά τη γέννα, το κουφάρι του επιπλέει στο ποτάμι. Όμως δεν πέθανε άδικα. Οι απόγονοί του έχουν ήδη εκκολαφθεί. Κάποιοι από αυτούς θα γίνουν και εκείνοι ταξιδιώτες του ωκεανού. Θα επιστρέψουν μια μέρα. Και μόλις μπουν στο ποτάμι, θα αρχίσουν να σαπίζουν ζωντανοί. Για να γεννήσουν. Όπως ακριβώς έκανε κι εκείνος.