Ο αδερφός ζήτησε τις Βεργούλες του Βαμβακάρη για να χορέψει. Καταδικάστηκε τρεις φορές σε θάνατο και οκτώ σε ισόβια για αυτό που ακολούθησε
Ο Νίκος Κοεμτζής σκότωσε τρεις ανθρώπους για μια παραγγελιά σε ζεϊμπέκικο και πέρασε 23 χρόνια στη φυλακή.
Μια παραγγελιά σε νυχτερινό κέντρο, ένας καυγάς που ξέφυγε από τον έλεγχο και ένα από τα πιο διαβόητα εγκλήματα στη σύγχρονη ελληνική ιστορία. Ο Νίκος Κοεμτζής, ένας άνθρωπος που η μοίρα του μπλέχτηκε με ένα ζεϊμπέκικο, έγινε σύμβολο για κάποιους, παράδειγμα προς αποφυγή για άλλους και πηγή έμπνευσης για ένα από τα πιο συγκλονιστικά τραγούδια του Διονύση Σαββόπουλου.
Ο Κοεμτζής γεννήθηκε το 1938 στο Αιγίνιο Πιερίας σε μια οικογένεια που βίωσε τη φτώχεια και τις διώξεις λόγω αριστερών πεποιθήσεων. Μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον που τον σημάδεψε, με τον πατέρα του να υφίσταται κακοποίηση από τις αρχές για την πολιτική του δράση. Ο ίδιος, νεαρός ακόμα, μπήκε στο μικρόκοσμο της παρανομίας, με μικροκλοπές που τον οδήγησαν στις φυλακές. Τον Φεβρουάριο του 1973, είχε μόλις αποφυλακιστεί και πήγε με την παρέα του να γιορτάσει την ελευθερία του στη «Νεράιδα της Αθήνας», ένα λαϊκό νυχτερινό κέντρο της Κυψέλης.
Όλα ξεκίνησαν όταν ο μικρότερος αδερφός του, Δημοσθένης, ζήτησε να παίξει παραγγελιά το τραγούδι Βεργούλες του Μάρκου Βαμβακάρη. Για όσους δεν γνωρίζουν, το ζεϊμπέκικο είναι κάτι περισσότερο από ένας χορός. Είναι προσωπική στιγμή, ένας κώδικας τιμής, και όταν κάποιος σηκώνεται να χορέψει, η πίστα του ανήκει. Ο Δημοσθένης σηκώθηκε να χορέψει, όμως δεν ήταν ο μόνος. Δύο αστυνομικοί, που φέρεται να γνώριζαν τον Νίκο Κοεμτζή και την παραβατική του ζωή, σηκώθηκαν επίσης και άρχισαν να χορεύουν δίπλα του. Για κάποιους ήταν απλή αδιαφορία για τον «άγραφο νόμο» της πίστας. Για τον Νίκο, ήταν μια πρόκληση.
Η συνέχεια ήταν εκρηκτική. Σε δευτερόλεπτα, ο Κοεμτζής έβγαλε έναν σουγιά και επιτέθηκε με μανία. Μέσα στη σύγχυση, σκότωσε τρεις ανθρώπους – δύο αστυνομικούς και έναν πολίτη – ενώ τραυμάτισε άλλους οκτώ. Το μαχαίρι του έσπειρε τον πανικό, και όταν τελικά συνελήφθη, ο ίδιος υποστήριξε ότι είχε θολώσει και πως πίστεψε ότι κινδύνευε η ζωή του αδελφού του.
Η δίκη του ήταν από τις πιο πολυσυζητημένες της εποχής. Ο Τύπος τον χαρακτήριζε «κτήνος» και η κοινή γνώμη ζητούσε την παραδειγματική του τιμωρία. Καταδικάστηκε τρεις φορές σε θάνατο και οκτώ φορές σε ισόβια, μια ποινή που δύσκολα έχει ξαναδεί η ελληνική δικαιοσύνη. Τέσσερα χρόνια αργότερα, η θανατική ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια και πέρασε συνολικά 23 χρόνια στη φυλακή.
Μέσα στη φυλακή, ο Κοεμτζής άλλαξε. Έγραψε την αυτοβιογραφία του, Το Μακρύ Ζεϊμπέκικο, που έγινε μπεστ σέλερ και τον έκανε έναν θρύλο της λαϊκής κουλτούρας. Η ιστορία του ενέπνευσε το τραγούδι Το Μακρύ Ζεϊμπέκικο για τον Νίκο του Διονύση Σαββόπουλου και την εμβληματική ταινία Παραγγελιά του Παύλου Τάσιου, με πρωταγωνιστή τον Αντώνη Αντωνίου.
Όταν αποφυλακίστηκε το 1996, βρέθηκε σε έναν κόσμο που δεν τον αναγνώριζε. Έχοντας απομείνει χωρίς οικογένεια και χωρίς καμία επαγγελματική προοπτική, πουλούσε το βιβλίο του έξω από τα δικαστήρια της Ευελπίδων και στο Μοναστηράκι. Κάποιοι τον αντιμετώπιζαν με θαυμασμό, άλλοι με αποστροφή. Ο ίδιος έδειχνε να κατανοεί το βάρος των πράξεών του, δηλώνοντας αργότερα πως είχε μετανιώσει για ό,τι είχε κάνει εκείνο το βράδυ του 1973.
Πέθανε το 2011 στο Μοναστηράκι από έμφραγμα, στο ίδιο σημείο όπου για χρόνια καθόταν και υπέγραφε αφιερώσεις στο βιβλίο του. Η ιστορία του Νίκου Κοεμτζή παρέμεινε ένα σκοτεινό κεφάλαιο της ελληνικής εγκληματολογίας αλλά και ένας μύθος που ακούγεται μέχρι σήμερα σε συζητήσεις για τον «νόμο της παραγγελιάς» και τις παλιές αλήθειες του ζεϊμπέκικου.