Ο Έλληνας ηθοποιός που έπαιξε σχεδόν όλο τον Σαίξπηρ και έμεινε στο Εθνικό Θέατρο για 45 χρόνια
Πέρασε 45 χρόνια στο Εθνικό Θέατρο, έπαιξε σχεδόν όλα τα σαιξπηρικά έργα και έγινε ο άνθρωπος που έδινε φωνή στην ποίηση
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1912. Ονομάστηκε Στέλιος Βόκοβιτς και αντί να μείνει στη γενέτειρα, πέρασε τη ζωή του πάνω σε σανίδια. Από τα πρώτα του βήματα στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου μέχρι το τελευταίο χειροκρότημα το 1990, ήταν εκεί. Για σαράντα πέντε ολόκληρα χρόνια, δεν ήταν απλώς μέλος του Εθνικού Θεάτρου. Ήταν κομμάτι του.
Το 1937 εμφανίστηκε για πρώτη φορά στον «Άμλετ» του Σαίξπηρ, στον μικρό ρόλο του Φραγκίσκου. Κανείς δεν φανταζόταν τότε ότι αυτός ο ρόλος θα άνοιγε μια πορεία που θα τον οδηγούσε μέσα από όλους σχεδόν τους τραγικούς και κωμικούς δρόμους του Σαίξπηρ. Ριχάρδος, Ληρ, Αντόνιο, Δον Γιάννης. Ένας Έλληνας ηθοποιός που ένιωσε το Σαίξπηρ στο σώμα του και τον είπε με τον τρόπο που λίγοι μπορούσαν.
Οι αγγελιαφόροι στις αρχαίες τραγωδίες δεν ήταν ποτέ απλοί ρόλοι. Χρειάζονταν στόφα και πειθαρχία. Ο Βόκοβιτς έγινε ο άνθρωπος που τους έπαιξε τόσες φορές και με τέτοια ακρίβεια, ώστε οι νεότεροι ηθοποιοί μιλούσαν για «σχολή Βόκοβιτς». Δεν ήταν μόνο το ταλέντο του· ήταν ο τρόπος που ανέπνεε τον στίχο, η φωνή που έφερνε το άγγελμα από άλλη εποχή, ο ρυθμός που σε ανάγκαζε να σωπάσεις.
Στη σκηνή ήταν βράχος, αλλά και στις κωμωδίες ξεχώρισε μετά το 1970, με τους Ιππείς, τις Νεφέλες και τις σάτιρες του Αριστοφάνη. Είχε την ικανότητα να μεταστρέφεται με ακρίβεια από την τραγωδία στο γέλιο χωρίς να προδίδει τίποτα από τα δύο. Ήταν σοβαρός σαν βασιλιάς και κωμικός σαν παιδί. Ήξερε πότε να σιωπά, πότε να αφήσει τη λέξη να αντηχήσει.
Το θέατρο δεν ήταν απλώς η δουλειά του. Ήταν η γλώσσα του, η προσευχή του, ο τρόπος του να βρίσκεται στον κόσμο. Έπαιξε σε έργα του Καζαντζάκη, του Σικελιανού, του Τερζάκη, του Θεοτοκά. Και κάθε φορά, είτε στην Επίδαυρο είτε στην Πειραιώς, είτε στο Rex είτε σε περιοδεία, η φωνή του έφερνε κάτι που ξεπερνούσε την πρόζα: μετέφερε αφοσίωση.
Το 1966 ανέλαβε διευθυντής της Δραματικής Σχολής του Εθνικού. Ήταν ήδη βετεράνος και δάσκαλος μαζί. Στα χρόνια εκείνα δεν ήταν λίγοι οι μαθητές που έμαθαν όχι μόνο να παίζουν αλλά να σέβονται το θέατρο. Ίσως να μην το είπαν ποτέ με λόγια, αλλά το έδειξαν με το σώμα τους, όπως έδειχνε κι εκείνος.
Το 1982 αποχώρησε από το Εθνικό, μα δεν σταμάτησε. Πήγε στο Απλό Θέατρο, έπαιξε Λόρκα και Όρτον, και έδειξε ότι το πάθος του για την τέχνη δεν ήταν θέμα συμβολαίου αλλά ζωής. Αποχαιρέτησε το κοινό του με έργα που δεν φώναζαν· με ρόλους που χτίζονταν πάνω στη σιωπή και το βάθος. Σαν να ήξερε πως ό,τι άφησε πίσω του, δεν θα σβηστεί.
Όσοι τον άκουσαν να λέει ποίηση, το θυμούνται σαν ψαλμωδία. Όσοι τον είδαν στο σανίδι, το θυμούνται σαν μάθημα. Και όσοι ξέρουν τι σημαίνει να αφιερώνεις 45 χρόνια από τη ζωή σου σε έναν θεσμό, καταλαβαίνουν πως αυτός ο Έλληνας ηθοποιός δεν έπαιξε απλώς τον Σαίξπηρ. Τον έζησε.