Ο νόμος που επέτρεπε να παντρευτείς την αδερφή της γυναίκας σου αν είχε πεθάνει αλλά όχι αν είχατε χωρίσει
Ο παρανοϊκός βρετανικός νόμος που επέτρεπε να παντρευτείς την κουνιάδα σου αν ήσουν χήρος, αλλά όχι αν ήσουν διαζευγμένος.
Ήταν η εποχή των καπέλων, των δαντελωτών γαντιών και της απόλυτης υποκρισίας. Στη Μεγάλη Βρετανία του 19ου αιώνα, αν πέθαινε η γυναίκα σου, μπορούσες να θρηνήσεις, να συνεχίσεις τη ζωή σου και —με βάση έναν νόμο του 1907— να παντρευτείς την αδερφή της. Αν όμως είχατε χωρίσει και εκείνη ζούσε ακόμα; Αυτό όχι. Ήταν παράνομο.
Ονομάστηκε Deceased Wife’s Sister’s Marriage Act 1907, και πέρασε μετά από δεκαετίες συζητήσεων στο βρετανικό κοινοβούλιο. Μέχρι τότε, ο γάμος με την αδερφή της αποβιώσασας συζύγου θεωρούταν εντελώς απαγορευμένος — μια προσβολή στη μνήμη της. Όχι από ηθική άποψη, αλλά γιατί η Εκκλησία τον θεωρούσε μορφή αιμομιξίας μέσω συγγένειας εξ αγχιστείας.
Ο νόμος έσπασε τα ταμπού, αλλά μόνο μέχρι ενός σημείου. Ένας άντρας μπορούσε να παντρευτεί την κουνιάδα του μόνο αν η σύζυγός του είχε πεθάνει. Όχι αν είχαν χωρίσει. Όσο ζούσε η πρώην, ακόμη και χωρίς καμία επαφή, ο γάμος με την αδελφή της παρέμενε ποινικά απαγορευμένος.
Η κοινωνική πίεση ήταν τεράστια. Πολλές οικογένειες ήθελαν να κρατήσουν τη φροντίδα «εντός» μετά τον θάνατο μιας μητέρας. Η αδελφή της νεκρής συχνά αναλάμβανε τα παιδιά, και ο γάμος με τον χήρο έμοιαζε με φυσική συνέχεια. Παρ’ όλα αυτά, η νομοθεσία το απαγόρευε — και πολλές τέτοιες οικογένειες έπρεπε να ζουν κρυφά.
Χρειάστηκε σχεδόν ένας αιώνας για να αλλάξουν πλήρως τα πράγματα. Μόλις το 1960 τέθηκε θέμα άρσης των περιορισμών και για τις εν ζωή πρώην. Η απόφαση, αν και θεωρούνταν απλή νομική διόρθωση, αποκάλυψε τη βαθιά ριζωμένη εμμονή της κοινωνίας με την ηθική της συγγένειας και την έννοια της «καθαρής οικογένειας».
Η ιστορία του Deceased Wife’s Sister’s Marriage Act δεν είναι μια απλή νομική λεπτομέρεια. Είναι ένας καθρέφτης της εποχής όπου η αγάπη, η απώλεια και η λογική συγκρούονταν με ένα απρόσωπο σύστημα κανόνων, που έκρινε ποιοι έπρεπε να είναι μαζί… και ποιοι όχι.