Ο τρομακτικός λόγος που οι άνθρωποι άρχισαν να φοράνε πιτζάμες αντί για νυχτικιές
Όταν οι βόμβες έπεφταν στο Λονδίνο, οι άνθρωποι έπρεπε να τρέξουν. Και τότε κατάλαβαν ότι οι νυχτικές δεν ήταν αρκετές. Έτσι ξεκίνησε η εποχή της πυτζάμας.
Κανείς δεν περίμενε ότι ένα ρούχο από την Ινδία θα γινόταν το επίσημο ένδυμα του τρόμου στη νυχτερινή Ευρώπη. Μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, οι περισσότεροι κοιμούνταν με μακριές νυχτικές, χωρίς καν να φαντάζονται ότι μια μέρα θα χρειαζόταν να βγουν στο δρόμο μέσα στη νύχτα, ντυμένοι όπως όπως, για να σωθούν από βόμβες.
Όταν ξεκίνησαν οι πρώτες αεροπορικές επιδρομές κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Αγγλία μπήκε σε μια νέα εποχή νυχτερινού πανικού. Τα γερμανικά Zeppelin πετούσαν πάνω από το Λονδίνο, ρίχνοντας βόμβες στα τυφλά. Οι κάτοικοι πετάγονταν από τα κρεβάτια και έτρεχαν στα καταφύγια – κάποιοι ξυπόλητοι, άλλοι με το ένα μανίκι φορεμένο και το άλλο να σέρνεται, όλοι όμως εκτεθειμένοι σε ένα νέο είδος δημόσιας ντροπής.
Η νυχτικιά, παρότι παραδοσιακή, ήταν μακριά, φαρδιά και ακατάλληλη για να τρέξεις έξω. Στο σκοτάδι, στη λάσπη ή ανάμεσα σε ερείπια, δεν προσέφερε καμία προστασία ή αξιοπρέπεια. Εκεί άρχισαν να εμφανίζονται οι πρώτες «pyjamas», δάνειο από την αποικιακή Ινδία – παντελόνια με κουμπωτό πανωφόρι, πιο λειτουργικά, πιο ανδρικά, πιο ασφαλή.
Στην αρχή ήταν μια αλλαγή ανάγκης. Αργότερα έγινε μόδα. Οι πιτζάμες έδιναν την ψευδαίσθηση ότι αν σε έβρισκε ο θάνατος τη νύχτα, τουλάχιστον θα ήσουν ντυμένος με κάτι που θύμιζε κανονικά ρούχα. Οι Λονδρέζες άρχισαν να διαλέγουν pyjamas με χρώματα. Οι άντρες τις αγόραζαν με κουμπιά σαν πουκάμισο. Και το κυριότερο: μπορούσες να τρέξεις χωρίς να σκαλώσεις στο ύφασμα.
Αυτό που ξεκίνησε ως μια πράξη επιβίωσης μέσα στον τρόμο, έγινε σιγά σιγά μια νέα συνήθεια. Οι πιτζάμες μπήκαν στα σπίτια, στα καταστήματα, στη μόδα – και δεν ξαναβγήκαν ποτέ.