Πως μπορείς να καταλάβεις αν το κλάμα του μωρού σημαίνει πείνα, πόνο ή νύστα
Το κλάμα του μωρού είναι γλώσσα. Άλλοτε δείχνει πείνα, άλλοτε πόνο ή ανάγκη για ύπνο.
Ο ήχος του κλάματος ενός μωρού είναι από τα πιο αρχέγονα σήματα επικοινωνίας στη φύση. Δεν είναι τυχαίο πως ακόμη και άνθρωποι χωρίς παιδιά αντιδρούν ενστικτωδώς όταν ακούν ένα βρέφος να κλαίει. Το κλάμα είναι το μόνο εργαλείο που έχει ένα νεογέννητο για να επικοινωνήσει – δεν είναι θόρυβος, είναι γλώσσα. Και αυτή η γλώσσα, όσο παράξενη κι αν μοιάζει στην αρχή, έχει λέξεις, μοτίβα και σημασίες. Πίσω από κάθε λυγμό, υπάρχει ένας λόγος: πείνα, πόνος, δυσφορία, νύστα, ανάγκη για αγκαλιά. Το ερώτημα είναι πώς μπορεί κανείς να τις ξεχωρίσει.
Στην πραγματικότητα, τα μωρά δεν κλαίνε όλα με τον ίδιο τρόπο. Μελέτες σε δεκάδες χώρες έχουν καταγράψει διαφορετικά είδη κλάματος και δείχνουν ότι το κλάμα της πείνας ξεκινά συνήθως πιο μαλακά και ανεβαίνει προοδευτικά σε ένταση. Το μωρό κάνει μικρά γουργουρητά ή “νευρικά” τραβήγματα, γλείφει τα χείλη ή στρέφει το κεφάλι προς το πλάι σαν να ψάχνει το στήθος. Είναι ένα κλάμα ρυθμικό, σχεδόν μηχανικό. Δεν έχει την αιφνίδια οξύτητα του πόνου. Είναι ένα “παρακαλώ” που κλιμακώνεται, όχι μια “κραυγή”.
Αντίθετα, το κλάμα από πόνο είναι άμεσο, κοφτό και διαπεραστικό. Δεν έρχεται σε κύματα, αλλά ξεσπά με ένταση. Το πρόσωπο του μωρού ζαρώνει, τα χέρια σφίγγονται και πολλές φορές συνοδεύεται από ακινησία. Είναι ένας ήχος που κόβει σαν μαχαίρι, γιατί ο πόνος στο βρέφος δεν έχει προειδοποιητικά σήματα. Το στομάχι που πονά, το αυτί που ερεθίστηκε, ένα δυνατό φως ή κάτι που τσίμπησε, ενεργοποιούν άμεσα το ένστικτο του κλάματος για βοήθεια. Εδώ, ο χρόνος απόκρισης του φροντιστή είναι κρίσιμος, όχι γιατί το παιδί “κακομαθαίνει”, αλλά γιατί το σώμα του μωρού ζητά προστασία.
Υπάρχει όμως και το κλάμα της νύστας – ίσως το πιο παραπλανητικό από όλα. Είναι εναλλασσόμενο, συνοδευόμενο από χασμουρητά, τρίψιμο ματιών και ένα είδος γκρίνιας που δεν έχει σαφή κορύφωση. Το παιδί δείχνει αναποφάσιστο: θέλει να κοιμηθεί, αλλά δεν ξέρει πώς να αφήσει τον έλεγχο. Συχνά έχει περιόδους ηρεμίας και μετά ξαναρχίζει. Το κλάμα της νύστας είναι ένα μήνυμα “βοήθησέ με να ηρεμήσω”, δεν έχει ένταση αλλά έχει διάρκεια. Τα μωρά δεν κοιμούνται απλά όταν κουραστούν. Χρειάζονται τελετουργία, συνθήκες και αίσθηση ασφάλειας.
Ένας άλλος τύπος είναι το κλάμα από μοναξιά ή ανάγκη για επαφή. Δεν είναι αποτέλεσμα φυσικής ανάγκης αλλά συναισθηματικής. Εδώ το μωρό ζητά αγκαλιά, ανακούφιση, ρυθμό. Αυτό το κλάμα έχει σκαμπανεβάσματα, σαν να περιμένει. Μπορεί να σταματά μόλις το μωρό ακούσει βήματα, και να συνεχίζει αν δεν έρθει κανείς. Είναι ίσως το πιο “κοινωνικό” από τα κλάματα, και αποκαλύπτει πόσο γρήγορα τα βρέφη μαθαίνουν να αναγνωρίζουν παρουσία, φωνές, μυρωδιές. Δεν είναι ένδειξη κακομαθημένου παιδιού, αλλά ένστικτο επιβίωσης. Στη φύση, το μωρό που έμενε μόνο κινδύνευε.
Οι ερευνητές χρησιμοποιούν πλέον ηχογραφήσεις και τεχνητή νοημοσύνη για να αναλύσουν μοτίβα κλάματος, με στόχο να δημιουργήσουν μελλοντικά εφαρμογές που θα βοηθούν γονείς να ερμηνεύουν πιο σωστά τα σήματα του παιδιού τους. Ωστόσο, κάθε μωρό είναι μοναδικό και αναπτύσσει τα δικά του “σήματα”. Όσο περισσότερο χρόνος περνά με το παιδί, τόσο περισσότερο ο γονιός αρχίζει να καταλαβαίνει. Η φωνή του κλάματος δεν είναι μυστήριο. Είναι γλώσσα, κι όπως κάθε γλώσσα, μαθαίνεται μέσα από την αγάπη, την παρατήρηση και τον χρόνο.