Την βρήκαν να ζει μόνη της στο δάσος, να τρώει ωμά ζώα και να μιλάει μόνο με κραυγές. Στο τέλος μιλούσε γαλλικά και έγραφε βιβλία
Την βρήκαν να τρώει ωμά ζώα και να φωνάζει σαν λύκος. Στο τέλος έγραφε γαλλικά και συζητούσε με φιλοσόφους.
Ήταν Σεπτέμβριος του 1731 όταν οι κάτοικοι του χωριού Σονζί, στη Γαλλική Καμπανία, αντίκρισαν ένα πλάσμα να κλέβει μήλα από ένα δέντρο. Δεν ήξεραν αν ήταν αγόρι ή κορίτσι. Ήταν βρόμικη, ξυπόλυτη, ντυμένη με κομμάτια από δέρμα ζώων, κρατούσε ραβδί, και όταν την πλησίασε ένας σκύλος, τον σκότωσε με ένα μόνο χτύπημα.
Ανέβηκε στο δέντρο και κρύφτηκε σαν αγρίμι. Της μίλησαν αλλά δεν απαντούσε. Ούρλιαζε. Μουρμούριζε. Μιλούσε με κραυγές. Κανείς δεν καταλάβαινε τι έλεγε. Την κατέβασαν με δυσκολία, την έπλυναν και τότε κατάλαβαν πως το δέρμα της δεν ήταν σκούρο, απλώς είχε καλυφθεί με βρωμιά και αίμα. Ήταν γύρω στα 15, ίσως λιγότερο.
Δεν μπορούσε να φάει τίποτα μαγειρεμένο. Της έφερναν ψωμί και κρέας και τα έφτυνε. Έτρωγε ωμά κουνέλια, βατράχια, ακόμα και έντομα. Όταν προσπάθησαν να την ταΐσουν με “πολιτισμένα” φαγητά, άρχισε να χάνει τα δόντια της. Το σώμα της δεν άντεχε την τροφή των ανθρώπων.
Μετά από μήνες φροντίδας, η κοπέλα άρχισε να αλλάζει. Της έδωσαν όνομα: Μαρί-Ανζελίκ Μεμί Λε Μπλαν. Κι εκείνη, κόντρα σε κάθε αναμονή, έμαθε να μιλάει γαλλικά. Όχι μόνο λέξεις. Μιλούσε με συντακτικό. Καταλάβαινε έννοιες. Έμαθε να γράφει, να διαβάζει και να θυμάται.
Όταν τη ρώτησαν, είπε μια ιστορία που δεν ξεχάστηκε ποτέ. Πως είχε πουληθεί ως παιδί σκλάβα στην Αμερική. Πως μπήκε σε καράβι μαζί με άλλο ένα κορίτσι. Πως έγινε ναυάγιο, κι εκείνη βγήκε μόνη στη στεριά. Πως χάθηκε στο δάσος και έζησε για χρόνια σαν ζώο. Ήταν πιθανότατα Ινδιάνα ή Ινουΐτ. Κανείς δεν ήξερε με βεβαιότητα.
Οι γιατροί της εποχής παραξενεύτηκαν. Τα άλλα “άγρια παιδιά” δεν μάθαιναν ποτέ γλώσσα. Είχαν χάσει το λεγόμενο “γλωσσικό παράθυρο”. Εκείνη το είχε διατηρήσει. Κάποιοι πίστεψαν ότι είχε μάθει λίγα γαλλικά πριν χαθεί. Άλλοι ότι ήταν ένα φαινόμενο χωρίς εξήγηση.
Έγινε μοναχή για λίγο, ταξίδεψε σε αυλές, συνάντησε διανοούμενους, γράφτηκε σε χρονικά και δοκίμια. Την προστάτευσαν πλούσιοι, την έκαναν πρόσωπο της εποχής. Όχι για τη μόρφωσή της, αλλά για την απίστευτη πορεία της από την αγριότητα στην τέχνη του λόγου.
Η Μαρί-Ανζελίκ πέθανε στο Παρίσι το 1775. Είχε ζήσει τα πρώτα της χρόνια μέσα στα δέντρα, με κραυγές και αίμα στα χέρια. Έζησε τα τελευταία της χρόνια με μελάνι, χαρτί και φωνή.