Το Τείχος του Βερολίνου έπεσε κατά λάθος. Κανείς δεν είχε δώσει εντολή.
Το Τείχος του Βερολίνου δεν έπεσε με απόφαση ή διαταγή. Έπεσε γιατί ένας άνθρωπος απάντησε “αμέσως” σε μια ερώτηση, και κανείς δεν μπορούσε να το σταματήσει.
Δεν έγινε επανάσταση. Δεν έπεσε ούτε ένας πυροβολισμός. Δεν υπήρξε καμία διαταγή. Το βράδυ της 9ης Νοεμβρίου 1989, το πιο διάσημο σύνορο του Ψυχρού Πολέμου έπαψε να υπάρχει — επειδή ένας άνθρωπος δεν ήξερε τι έπρεπε να πει σε μια συνέντευξη Τύπου. Και από εκείνη τη στιγμή, η Ιστορία άρχισε να γράφεται μόνη της.
Ο Γκίντερ Σαμπόφσκι, στέλεχος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ανατολικής Γερμανίας, καθόταν μπροστά στους δημοσιογράφους. Στα χέρια του κρατούσε ένα χαρτί με ένα προσχέδιο νόμου για την ελεύθερη μετακίνηση των πολιτών προς τη Δύση. Δεν είχε προλάβει να ενημερωθεί. Δεν ήξερε λεπτομέρειες. Και όμως, ολόκληρη η Ευρώπη περίμενε τι θα πει.
Ένας Ιταλός ρεπόρτερ σήκωσε το χέρι: “Πότε τίθεται σε ισχύ αυτός ο νέος κανονισμός;”
Ο Σαμπόφσκι κοίταξε σαστισμένος το χαρτί, σιώπησε για μια στιγμή, και απάντησε:
“Απ’ όσο γνωρίζω… αμέσως. Χωρίς καθυστέρηση.”
Αυτό ήταν. Όχι διαταγή. Όχι συντονισμός. Μια πρόταση που κανείς δεν είχε σχεδιάσει. Τα δελτία ειδήσεων σε όλο τον κόσμο μετέδωσαν πως “τα σύνορα άνοιξαν”. Και χιλιάδες Ανατολικογερμανοί βγήκαν από τα σπίτια τους και περπάτησαν ως το Τείχος. Ζητούσαν να περάσουν.
Οι φρουροί στα περάσματα δεν είχαν καμία οδηγία. Ο διοικητής του σημείου ελέγχου Bornholmer Strasse τηλεφώνησε στους ανωτέρους του — δεν του απάντησε κανείς. Κι όταν η πίεση του πλήθους έγινε αβάσταχτη, απλώς σήκωσε την μπάρα. Η πρώτη ρωγμή στο Τείχος είχε γίνει. Μέσα σε λίγες ώρες, ο κόσμος περνούσε, χαιρετούσε, έκλαιγε, γελούσε. Το Τείχος δεν υπήρχε πια.
Η κατάρρευση της Λαοκρατικής Γερμανίας δεν είχε ξεκινήσει από επανάσταση. Ξεκίνησε από μια φράση σε λάθος στιγμή. Και εκείνη τη νύχτα, κάτι που είχε χτιστεί για να χωρίσει την Ευρώπη, έπεσε χωρίς να το ρίξει κανείς.