Κανείς δεν ήθελε να τους ακούσει. Ραδιοφωνικοί σταθμοί στις ΗΠΑ ξεκινούσαν “Bee Gees-free weekends”. Οι πόρτες κλείνανε, τα τηλέφωνα σταματούσαν να χτυπούν. Το όνομα “Bee Gees” είχε γίνει συνώνυμο ενός ξεθωριασμένου ήχου, μιας μόδας που είχε περάσει. Η disco είχε αρχίσει να ενοχλεί. Και εκείνοι ήταν το πρόσωπό της.
Κι όμως, όταν οι Bee Gees μπήκαν στο στούντιο στην εξοχή της Γαλλίας το 1977, έγραψαν τραγούδια χωρίς να ξέρουν ότι θα γίνουν ο απόλυτος ήχος της εποχής. «Stayin’ Alive», «Night Fever», «How Deep Is Your Love». Δεν είχαν δει ούτε λεπτό από την ταινία. Κι όμως, εκεί μέσα βρισκόταν ο λόγος που θα γυρνούσε ο κόσμος ανάποδα.
Μέχρι τότε είχαν τρία χρόνια χωρίς επιτυχία. Η φωνή του Barry Gibb είχε περάσει στη falsetto, ο κόσμος δεν ήξερε πώς να τους τοποθετήσει. Δεν ήταν Beatles. Δεν ήταν Rolling Stones. Δεν ήταν ούτε Bee Gees πια, έλεγαν. Το “Saturday Night Fever” όμως τους εκτόξευσε με δύναμη μεγαλύτερη κι από τους ίδιους τους Beatles. Επτά τραγούδια τους έγιναν νούμερο 1 μέσα σε εννέα μήνες.
Τους έγραφαν άρθρα με μίσος. Ξεκινούσαν καμπάνιες να μην παίζονται. Και μέσα σε όλα αυτά, εκατομμύρια άνθρωποι χόρευαν στους δρόμους, στα κλαμπ, στα σπίτια με τις φωνές τους. Ένα δισεκατομμύριο πωλήσεις, βραβεία Grammy, ένα soundtrack που έγινε το πιο εμπορικό όλων των εποχών. Τα ίδια τραγούδια που «σκότωσαν» την καριέρα τους, την ανέστησαν και την απογείωσαν.
Σταρ της εποχής, από τον John Lennon ως τη Barbra Streisand, δήλωναν τον θαυμασμό τους. Ο Barry, ο Robin και ο Maurice έγιναν ξανά ό,τι ήταν: μια οικογενειακή αρμονία, που δεν είχε ούτε πριν ούτε μετά αντίστοιχό της. Ο κόσμος τραγουδούσε μαζί τους. Και το όνομα των Bee Gees έμεινε να σημαίνει κάτι μεγαλύτερο από τη μουσική: μια επιστροφή από την απόλυτη απαξίωση στην αιωνιότητα.