Έκαψε με τα ίδια του τα χέρια τη φρεγάτα Ελλάς που το έλεγε κόρη του. Το έκανε για να μην το πάρουν οι Ρώσοι
Το 1831 ο Ανδρέας Μιαούλης πυρπόλησε τη φρεγάτα "Ελλάς" στον Πόρο. Δεν το έκανε από τρέλα. Το έκανε γιατί πίστευε πως δεν είχε άλλη επιλογή.
Το πρωί της 1ης Αυγούστου 1831, στον ναύσταθμο του Πόρου, ο αέρας μύριζε μπαρούτι και κάτι πιο σπάνιο: απόγνωση. Ο Ανδρέας Μιαούλης, ο ναύαρχος που είχε γράψει το όνομά του στις πιο σπουδαίες ναυμαχίες της Επανάστασης, έδωσε την εντολή που θα στιγμάτιζε τη ζωή του: να πυρποληθεί η φρεγάτα “Ελλάς”. Ήταν το πιο σύγχρονο πολεμικό πλοίο του ελληνικού στόλου. Ήταν το καμάρι του. Την αποκαλούσε “κόρη” του. Και την τίναξε στον αέρα.
Στο κατάστρωμα της “Ελλάς” υπήρχαν ήδη τοποθετημένα φυτίλια. Η καρδιά του πλοίου έσφυζε από εκρηκτικά. Κανείς δεν μιλούσε. Οι άνδρες του τον κοιτούσαν. Ο Μιαούλης ανέβηκε μόνος του και άναψε το φιτίλι. Ήξερε τι έκανε. Ήξερε πως θα μείνει στην Ιστορία όχι μόνο ως ήρωας, αλλά ίσως και ως προδότης. Το πλοίο εξερράγη. Σείστηκε όλος ο Πόρος. Μαζί καταστράφηκε και η κορβέτα “Ύδρα”.
Ο Μιαούλης δεν το έκανε εν βρασμώ. Είχε προειδοποιήσει τον Ρώσο ναύαρχο Ρίκορντ πως, αν οι ρωσικές δυνάμεις επέμεναν να καταλάβουν τα πλοία που κατείχαν οι Υδραίοι επαναστάτες, εκείνος θα τα τινάξει στον αέρα. Κανείς δεν τον πίστεψε. Και το έκανε.
Η Ελλάδα του 1831 ήταν μια χώρα στα πρόθυρα εμφυλίου. Ο Ιωάννης Καποδίστριας είχε έρθει με εντολή να επιβάλει τάξη. Αλλά οι Υδραίοι και οι Μαυρομιχαλαίοι δεν τον εμπιστεύονταν. Τον έβλεπαν σαν Ρώσο, όχι σαν Έλληνα. Τον θεωρούσαν απολυταρχικό. Και πάνω απ’ όλα, τον έβλεπαν σαν απειλή για την παλιά αριστοκρατία του Αιγαίου. Ο Μιαούλης, από σεβασμός και πίστη στους συντρόφους του, μπήκε σε ένα παιχνίδι που δεν ήλεγχε πια.
Η πράξη του σόκαρε τους πάντες. Ο Κανάρης, ο ήρωας των πυρπολικών, έγραψε με οργή: «Είθε το όνομα του αυτουργού τοιαύτης πράξεως βαρβαροτάτης να παραδοθή εις αιώνιον ανάθεμα!». Κανείς δεν τον υπερασπίστηκε ανοιχτά. Μόνο ο ίδιος ο Μιαούλης, χρόνια μετά, θα παραδεχόταν: «Αν είχα δίπλα μου τον Τρικούπη εκείνη τη μέρα, δεν θα το είχα κάνει».
Η φρεγάτα “Ελλάς” είχε φτιαχτεί με κόπο, με θυσίες και με τα λεφτά των Ελλήνων. Ήταν σύμβολο ελπίδας για ένα ελεύθερο ναυτικό. Και κάηκε από τα ίδια χέρια που είχαν υψώσει το λάβαρο της επανάστασης στα Ψαρά, στη Σάμο, στο Γέροντα.
Δεν υπήρξε δίκη. Ο Καποδίστριας ήθελε να αποφύγει νέα αιματοχυσία. Τους συγχώρεσε. Και λίγο μετά, δολοφονήθηκε κι αυτός. Η Ελλάδα, αποκαμωμένη από διχασμούς και φωτιές, έσκυψε το κεφάλι.
Ο Μιαούλης πέθανε τέσσερα χρόνια αργότερα στον Πειραιά, φυματικός, φτωχός και βαρύς απ’ τις τύψεις. Ενταφιάστηκε στην ακτή που από τότε φέρει το όνομά του. Εκεί όπου σύμφωνα με την παράδοση βρισκόταν και ο τάφος του Θεμιστοκλή. Όπως κι εκείνος, είχε υπηρετήσει την πατρίδα με δόξα και είχε πεθάνει διωγμένος.
Το 1952, τα οστά του μεταφέρθηκαν στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων. Η καρδιά του, φυλαγμένη σε ασημένια λήκυθο, εκτίθεται στο Μουσείο Ύδρας. Σαν να λέει σιωπηλά: «Μην κρίνεις αυτόν που έκαψε το καμάρι του. Κάποιες φορές η Ιστορία απαιτεί αίμα, δάκρυα και φωτιά για να συνεχίσει να υπάρχει».