Έκαψε το ωραιότερο κτίριο της αρχαιότητας για να ακουστεί το όνομά του. Και τα κατάφερε.
Ο Ηρόστρατος μπήκε στον ναό της Αρτέμιδος και τον έκαψε. Όχι από μίσος, αλλά από φιλοδοξία.
Ήταν 21 Ιουλίου του 356 π.Χ. όταν ένας άγνωστος άντρας μπήκε σιωπηλά στον ναό της Αρτέμιδος στην Έφεσο. Δεν κρατούσε ούτε όπλο ούτε λάβαρο. Κουβαλούσε μόνο φωτιά. Μέσα στη νύχτα, έβαλε φλόγα στις κολώνες, στα υφάσματα, στα ξύλινα μέρη της στέγης, κι έπειτα στάθηκε και παρακολούθησε το θέαμα: ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου καιγόταν πίσω του. Δεν το έκανε για τα χρήματα. Ούτε από φανατισμό. Το έκανε γιατί ήθελε να τον θυμούνται.
Ο ναός της Αρτέμιδος δεν ήταν απλώς τόπος λατρείας. Ήταν το αρχιτεκτονικό αριστούργημα του ελληνικού κόσμου. Με μήκος 125 μέτρα, πλάτος 65 και 127 μαρμάρινες κολώνες ύψους σχεδόν 20 μέτρων η καθεμία, έμοιαζε περισσότερο με έργο θεών παρά ανθρώπων. Ο Αντίπατρος ο Σιδώνιος, που είχε δει τα θαύματα του κόσμου, είπε πως όλα ωχριούσαν μπροστά του: «μόλις είδα τον ναό να υψώνεται προς τα σύννεφα, όλα τα άλλα σκοτείνιασαν».
Ο άνθρωπος που το κατέστρεψε λεγόταν Ηρόστρατος. Το δήλωσε μόνος του, αμέσως μετά τη σύλληψή του. Όταν τον βασάνισαν, δεν προσπάθησε να κρυφτεί. Αντιθέτως, το ομολόγησε περήφανα: δεν είχε σκοπό να κλέψει, ούτε να εκδικηθεί. Ήθελε, είπε, να μείνει στην ιστορία. Οι άρχοντες της Εφέσου τον καταδίκασαν σε θάνατο. Και για να σβήσουν κάθε ίχνος του, επέβαλαν damnatio memoriae: απαγόρευσαν να ξαναειπωθεί το όνομά του ποτέ.
Και όμως, το όνομα Ηρόστρατος δεν σβήστηκε. Παρά την απαγόρευση, μεταγενέστεροι συγγραφείς όπως ο Θεόπομπος, ο Στράβων και άλλοι το κατέγραψαν. Και έτσι, ο σκοπός του Ηρόστρατου επετεύχθη: πέθανε άγνωστος και έγινε αθάνατος. Η λέξη “ηροστράτεια δόξα” χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα, για να περιγράψει όσους κάνουν κάτι ακραίο μόνο για να γίνουν διάσημοι.
Το πιο ειρωνικό; Την ίδια μέρα που κάηκε ο ναός της Αρτέμιδος, γεννήθηκε ο Μέγας Αλέξανδρος. Οι αρχαίοι πίστεψαν ότι η θεά ήταν τόσο απασχολημένη με τη γέννηση του μεγάλου κατακτητή, που αμέλησε να προστατεύσει τον ναό της. Έτσι, ενώ η ιστορία θυμάται τον έναν για τις κατακτήσεις του, θυμάται τον άλλο επειδή έκαψε κάτι. Ίσως τελικά η δόξα δεν διαλέγει πάντα το ηθικότερο μονοπάτι.