Γιατί ένας από τους πιο έξυπνους ανθρώπους του κόσμου κάπνιζε;
Ο Αϊνστάιν κάπνιζε μέχρι που κάποιος του είπε να σταματήσει. Και το έκανε. Όχι επειδή ήταν ιδιοφυΐα, αλλά επειδή ήξερε πότε να ακούει.
Η εικόνα είναι γνωστή: ένα ακατάστατο μαλλί, ένα βλέμμα που κοιτάει κάπου αλλού, και μια πίπα στο στόμα. Ο Άλμπερτ Αϊνστάιν, ο άνθρωπος που άλλαξε για πάντα τον τρόπο που βλέπουμε το σύμπαν, κάπνιζε. Όχι περιστασιακά. Πολύ. Και επίμονα. Για χρόνια. Κι όμως, δεν το θεωρούσε πρόβλημα.
Στις αρχές του 20ού αιώνα, το κάπνισμα ήταν σχεδόν… επιστημονικά αποδεκτό. Οι διαφημίσεις το πρότειναν ως φάρμακο. Για το άγχος, για την πέψη, για τη συγκέντρωση. Οι γιατροί δεν είχαν ακόμα τα δεδομένα που αργότερα θα το κατέτασσαν ως μία από τις πιο καταστροφικές συνήθειες της εποχής.
Ο Αϊνστάιν δεν διέφερε. Λάτρευε την πίπα του. Έλεγε πως βοηθούσε τον νου να ηρεμεί. Συνέδεε το κάπνισμα με τον στοχασμό. Ακόμα και σε στιγμές χαλάρωσης, του άρεσε να κρατά το ξύλινο επιστόμιο στα χείλη, σαν να ήταν προέκταση του προσώπου του. Δεν ήταν απλώς μια συνήθεια. Ήταν ιεροτελεστία.
Όταν μεγάλωσε όμως, τα πνευμόνια του δεν τον ακολούθησαν. Οι γιατροί του είπαν πως η αναπνοή του είχε επηρεαστεί σοβαρά από το κάπνισμα. Και τότε έκανε κάτι που δεν κάνουν πολλοί: σταμάτησε αμέσως. Χωρίς προσπάθειες. Χωρίς πισωγυρίσματα. Χωρίς δικαιολογίες. Δεν άναψε ποτέ ξανά ούτε τσιγάρο, ούτε πούρο, ούτε πίπα.
Δεν ήταν η εξυπνάδα που τον οδήγησε εκεί. Ήταν η ταπεινότητα. Η αναγνώριση ότι σε κάποια πράγματα, άλλοι ήξεραν καλύτερα. Κι εκείνος είχε τη σοφία να τους ακούσει. Ακόμα κι αν συνέχισε να κρατά την πίπα σαν παιχνίδι στα χείλη, δεν έβαλε ποτέ ξανά καπνό.
Ο πιο έξυπνος άνθρωπος του 20ού αιώνα δεν ήταν αλάνθαστος. Ήξερε όμως πότε να αλλάξει πορεία. Και γι’ αυτό έμεινε ζωντανός λίγο παραπάνω. Όχι για να καπνίσει. Αλλά για να συνεχίσει να σκέφτεται.