Ήταν έτοιμος να θυσιάσει τα πάντα για την Ελλάδα και τη δημοκρατία. Αρνήθηκε βραβεία, αξιώματα και βουλευτικές έδρες. Έγραφε όταν όλοι σιωπούσαν
Δεν έγινε βουλευτής, ούτε ακαδημαϊκός της χούντας. Ο Παντελής Πρεβελάκης έγραψε στη σιωπή και αρνήθηκε κάθε τι που του στερούσε την τιμή.
Το όνομά του ήταν Παντελής Πρεβελάκης και η ζωή του μοιάζει με ήρεμο ποτάμι. Μα όταν πλησιάσεις, το νερό βράζει από πάθος, ιδανικά και ηθική ακεραιότητα. Γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1909, σε μια οικογένεια με ρίζες στην επανάσταση του 1821 και το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου. Μεγάλωσε ακούγοντας ιστορίες για ιερωμένους, δασκάλους και οπλαρχηγούς. Κι όταν άρχισε να γράφει, κουβαλούσε μέσα του όλο το ηθικό βάρος αυτών που δεν συμβιβάστηκαν ποτέ.
Σπούδασε στην Αθήνα και τη Σορβόννη, μα δεν έγινε ποτέ «καριερίστας». Η φιλία του με τον Νίκο Καζαντζάκη και τον Άγγελο Σικελιανό έμελλε να σφραγίσει μια ολόκληρη εποχή. Μετέφραζε, δίδασκε, αλλά κυρίως έγραφε – με ήσυχη συνέπεια. Το έργο του δεν ήταν φωνακλάδικο, ούτε επαναστατικό στην πρόσοψη. Ήταν επαναστατικό στη στάση ζωής.
Το 1935, ενώ είχε περάσει με επιτυχία τη διαδικασία εκλογής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ο υπουργός Παιδείας Χατζίσκος αρνήθηκε να τον διορίσει λόγω των φιλελεύθερων πεποιθήσεών του. Ο Πρεβελάκης δεν παρακάλεσε, ούτε προσκύνησε. Έφυγε σιωπηλά, κρατώντας μέσα του μια πληγή και μια υπόσχεση: ότι δεν θα γίνει ποτέ υπηρέτης της εξουσίας.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, όταν απολύθηκε από όλες του τις θέσεις, δεν δημοσίευσε ούτε γραμμή. Έγραψε μόνο για τον εαυτό του και τη συνείδησή του. Όταν ήρθε η χούντα, του πρόσφεραν το Α’ Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας. Το αρνήθηκε. Του πρότειναν θέση στην Ακαδημία – την αρνήθηκε. Του πρότειναν να γίνει βουλευτής Επικρατείας με τη Νέα Δημοκρατία και αργότερα με την Ένωση Κέντρου – τα απέρριψε όλα.
Όταν ορισμένοι σιωπούσαν ή γίνονταν φίλοι του καθεστώτος, εκείνος προσπαθούσε να μαζέψει υπογραφές πνευματικών ανθρώπων για διαμαρτυρία, μαζί με την Άννα Συνοδινού. Απέτυχαν. Μα εκείνος δεν σταμάτησε. Συνέχισε να γράφει θεατρικά έργα, ποιήματα, μυθιστορήματα. Κυκλοφορούσε τα χειρόγραφά του μυστικά, πολυγραφημένα, μακριά από τα ράφια των λογοκριμένων βιβλιοπωλείων.
Ήταν εκείνος που έδωσε την τελική μορφή στην «Ασκητική» του Καζαντζάκη. Εκείνος που μετέφρασε τον Κλοντέλ, τις «Βάκχες», τη «Μήδεια» – και όμως παρέμενε άγνωστος στο ευρύ κοινό, γιατί δεν τον ενδιέφερε η λάμψη. Τον ενδιέφερε η ουσία. Στο Ρέθυμνο, ίδρυσε παράρτημα της Σχολής Καλών Τεχνών. Εκεί θάφτηκε, δίπλα στην εκκλησία του Τιμίου Προδρόμου, με μόνο στολίδι το άγαλμα της «Σκεπτόμενης Κόρης» του φίλου του, Γιάννη Παππά.
Πέθανε χωρίς να έχει εκλεγεί ποτέ σε αξίωμα. Χωρίς να έχει τιμηθεί όσο άξιζε όσο ζούσε. Αλλά και χωρίς να έχει προδώσει ούτε στιγμή τον εαυτό του. Δεν έζησε φωναχτά. Έζησε δίκαια. Κι αυτό, στον κόσμο μας, είναι ίσως το πιο σπάνιο είδος ηρωισμού.