Μεγάλωσε στην Αθήνα με ένα μικρό πιάνο. Κανείς δεν φανταζόταν πως η μουσική του θα ακουγόταν σε 32 γλώσσες απο τους κορυφαίους του κόσου
Από την Αθήνα στη Νότια Αφρική, από τον Πάριο στον Ιγκλέσιας. Η ζωή του Νίκου Ιγνατιάδη ήταν ένα μουσικό ταξίδι χωρίς σύνορα.
Γεννήθηκε το 1946 στην Αθήνα, με ένα επώνυμο που ερχόταν από τη Ρωσία και με ρίζες που έφταναν μέχρι τον συνθέτη Ντβόρζακ. Η μουσική του παιδεία ξεκίνησε νωρίς, στο Ωδείο Αθηνών, με το πιάνο να γίνεται το μοναδικό του εργαλείο και καταφύγιο. Δεν είχε τότε ιδέα ότι τα πλήκτρα που πατούσε στην Ελλάδα θα άγγιζαν καρδιές στην Ολλανδία, τη Ρωσία, τη Νότια Αφρική, τη Γερμανία και αλλού.
Πριν γίνει γνωστός στο εξωτερικό, υπήρξε ενορχηστρωτής σε ελληνικά φεστιβάλ, τηλεοπτικές εκπομπές και τραγούδια που άφησαν εποχή. Έγραψε για τον Πάριο, τη Γαλάνη, τη Δούκισσα, τη Μαρινέλλα, τη Βίσση, τον Βοσκόπουλο και τόσους άλλους. Κάποια τραγούδια του, όπως το «Κόκκινο Γαρύφαλλο», γνώρισαν αλλεπάλληλες εκτελέσεις σε διαφορετικές χώρες, από τον Πάριο και τη Χάρις Αλεξίου μέχρι τον Χούλιο Ιγκλέσιας και τη Νάνα Μούσχουρη.
Το 1985, το τραγούδι του «Waarom Fluister Ik Je Naam Nog» έφτασε στο Νο1 της Ολλανδίας και έμεινε εκεί για πέντε μήνες. Τιμήθηκε προσωπικά από τον Ολλανδό πρωθυπουργό και διηύθυνε τη Metropole Orchestra, την πιο φημισμένη συμφωνική ορχήστρα της χώρας. Τα έργα του κυκλοφόρησαν σε χρυσούς δίσκους και γράφτηκαν σε 32 γλώσσες. Σε 250 εκατομμύρια δίσκους που πωλήθηκαν στον κόσμο, υπάρχει τουλάχιστον ένα τραγούδι του.
Κι όμως, αυτή η τεράστια επιτυχία γεννήθηκε από ένα παιδί που έπαιζε πιάνο σε γειτονιά της Αθήνας. Δεν έγινε ποτέ είδωλο, αλλά έγραψε για είδωλα. Δεν έγινε πρόσωπο εξωφύλλου, αλλά υπήρξε η ψυχή των πιο ρομαντικών μελωδιών. Και όταν πια η δόξα του κορυφώθηκε στο εξωτερικό, εκείνος γύρισε στην Ελλάδα, πιο ήσυχος, πιο ώριμος, έτοιμος να δημιουργήσει ξανά.
Στις μέρες μας, οι μελωδίες του συνοδεύουν παιδικές χορωδίες, τηλεοπτικές αναμνήσεις και λαϊκά ρεφρέν. Ο Νίκος Ιγνατιάδης μπορεί να έφυγε το 2019, αλλά η μουσική του εξακολουθεί να ταξιδεύει, να μεταφράζεται, να παίζεται. Όχι μόνο γιατί ήταν όμορφη. Αλλά γιατί ήταν αληθινή.