Ο Έλληνας που παρακάλεσε τον Πάπα να μας αφήσει να κάνουμε Επανάσταση και εκείνος ζήτησε να γίνουμε Καθολικοί
Λεγόταν Λεονάρδος Φιλαράς. Έπεισε την Ευρώπη να βοηθήσει στην απελευθέρωση των Ελλήνων τον 17ο αιώνα. Όμως ο Πάπας ζήτησε το πιο δύσκολο αντάλλαγμα: την Ορθοδοξία.
Ήταν Έλληνας από την τουρκοκρατούμενη Αθήνα, μορφωμένος στη Ρώμη, σύμβουλος βασιλιάδων, φίλος του Ρισελιέ και πρέσβης στην αυλή της Γαλλίας. Το όνομά του: Λεονάρδος Φιλαράς. Στον 17ο αιώνα, βρέθηκε στη μέση ενός σχεδίου τόσο τολμηρού, που ακούγεται απίστευτο: μια γενική Επανάσταση για την απελευθέρωση των Ελλήνων από τους Οθωμανούς, με την υποστήριξη του Πάπα, των Γάλλων, των Ιταλών, ακόμα και των Ιπποτών της Δύσης.
Η σπίθα δεν άναψε ποτέ. Όχι γιατί δεν υπήρχε σχέδιο. Αλλά γιατί ο Πάπας, πριν δώσει το «ok» για την ελευθερία, ζήτησε την ψυχή των Ελλήνων: να γίνουν Καθολικοί.
Ο Λεονάρδος Φιλαράς δεν ήταν ούτε στρατηγός ούτε οπλαρχηγός. Ήταν διπλωμάτης, ένας κόσμος ολόκληρος ντυμένος με ελληνικά ρούχα και δυτική ευγένεια. Στην αρχή του 17ου αιώνα, κατατάχθηκε στο Ελληνικό Φροντιστήριο της Ρώμης, όπου ήρθε σε επαφή με έναν δούκα που θεωρούσε τον εαυτό του νόμιμο διάδοχο του Βυζαντίου. Ο δούκας του Μομφερράτου σχεδίαζε να ηγηθεί σταυροφορίας απελευθέρωσης των Ελλήνων — και χρειαζόταν τη σύμφωνη γνώμη της Εκκλησίας.
Ο Φιλαράς πήρε επάνω του το δύσκολο κομμάτι: να μαλακώσει την αντίσταση του Βατικανού. Ο Πάπας άκουσε, υποσχέθηκε, αλλά έβαλε όρο. Αν οι Έλληνες ήθελαν τη βοήθεια της Καθολικής Δύσης, έπρεπε να αφήσουν την Ορθοδοξία. Και αυτό, τότε, ήταν αδιανόητο. Δεν υπήρχε Έλληνας να το δεχτεί. Ούτε κληρικός, ούτε οπλαρχηγός, ούτε λαϊκός.
Παράλληλα, στην Ήπειρο, την Αιτωλία και την Πελοπόννησο, άρχισαν συναντήσεις υπόδουλων Ελλήνων που πίστεψαν πως έφτασε η ώρα της λευτεριάς. Οπλαρχηγοί, παπάδες και πρόκριτοι περίμεναν να πέσει το σύνθημα. Η Ευρώπη εξόπλιζε πλοία. Τα δυτικά Τάγματα ξαναζωντάνευαν, αυτή τη φορά για χάρη των Ελλήνων.
Αλλά το σύνθημα δεν ήρθε ποτέ.
Ο Φιλαράς, βαθιά απογοητευμένος αλλά χωρίς να το βάλει κάτω, συνέχισε να γυρνά την Ευρώπη. Ο Ρισελιέ τον έφερε κοντά του. Έγινε πρέσβης στο Παρίσι, συνομιλητής ηγεμόνων, και κάποια στιγμή διορίστηκε στη Βενετία βιβλιοθηκάριος στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη. Εκεί όμως δεν πρόλαβε ποτέ να πάει. Πέθανε από επιπλοκές κυστεοτομής, το 1678.
Δεν έγραψε τίποτα στα ελληνικά. Δεν πέθανε στην Ελλάδα. Και το σχέδιο που ο ίδιος προσπάθησε να ενεργοποιήσει — να ξεκινήσει Επανάσταση 150 χρόνια πριν τον Κολοκοτρώνη — έμεινε θαμμένο στα διπλωματικά έγγραφα της εποχής.
Κι όμως, για μια στιγμή, ολόκληρη η Ευρώπη κοιτούσε προς την Ελλάδα. Και περίμενε. Αν ο Πάπας δεν είχε ζητήσει την πίστη μας, ίσως η Ιστορία είχε ξεκινήσει αλλιώς.