Στην αρχαία Ελλάδα δεν είχαν δικηγόρους. Αν ήθελες να γλιτώσεις την καταδίκη, έπρεπε να πείσεις μόνος σου το δικαστήριο.
Δεν υπήρχαν δικηγόροι στην αρχαία Ελλάδα. Οι κατηγορούμενοι έπρεπε να μιλούν μόνοι τους, να γράφουν τον λόγο τους και να πείθουν το δικαστήριο χωρίς βοήθεια.
Στην Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ., δεν υπήρχε τίποτα που να θυμίζει τη σημερινή εικόνα του δικηγόρου με τη γραβάτα, το χαρτοφύλακα και τη γνώση του νόμου. Αν σε καλούσαν σε δίκη, δεν είχες δικαίωμα να φέρεις μαζί σου κανέναν να μιλήσει αντί για σένα. Ήσουν μόνος σου. Εσύ έπρεπε να γράψεις τον λόγο σου, να τον αποστηθίσεις, να τον απαγγείλεις σωστά, να κάνεις εντύπωση στο ακροατήριο, και να απαντήσεις σε αντεπιχειρήματα. Εσύ ήσουν ο δικηγόρος του εαυτού σου. Αν ήσουν φλύαρος, αγενής ή άτονος, πήγαινες κατευθείαν στην καταδίκη.
Το δικαστήριο λεγόταν «Ηλιαία», από τον όρκο του Ήλιου που έδιναν οι δικαστές. Ο αριθμός των ενόρκων ήταν συντριπτικός – συνήθως 501, μερικές φορές 1.001, ακόμα και 1.501. Τόσοι πολλοί, ώστε να μην μπορούν εύκολα να δωροδοκηθούν. Ήταν όλοι πολίτες, που κάθε πρωί έριχναν κλήρο για να μάθουν σε ποια υπόθεση θα κρίνουν. Καμιά φορά δεν ήξεραν καν ποιον θα δικάσουν, μέχρι να μπουν στην αίθουσα. Και ο κατηγορούμενος, αντί για συνήγορο, είχε μόνο τον εαυτό του και την ευγλωττία του.
Ορισμένοι πλήρωναν επαγγελματίες λόγιους, γνωστούς ως «λογογράφους», για να τους συντάξουν τον λόγο. Τον έπαιρναν γραμμένο, τον μελετούσαν στο σπίτι και έπειτα τον απήγγελλαν στο ακροατήριο σαν ηθοποιοί. Ο πιο διάσημος λογογράφος της Αθήνας ήταν ο Λυσίας. Έγραψε δεκάδες λόγους για άλλους, χωρίς ποτέ να σταθεί ο ίδιος ως συνήγορος. Στον αντίποδα, υπήρξαν άνθρωποι όπως ο Δημοσθένης, που έγραψαν τους λόγους τους μόνοι, τους μελέτησαν, και αγόρευσαν με πάθος – πολλές φορές για να υπερασπιστούν την τιμή ή την περιουσία τους.
Ο χρόνος για κάθε αγόρευση μετριόταν με κλεψύδρα. Μόλις τέλειωνε η άμμος, σταματούσες, είτε είχες τελειώσει είτε όχι. Αν η υπόθεση ήταν ποινική, δεν υπήρχαν έφεση ή αναβολή – οι ένορκοι ψήφιζαν αμέσως. Οι ψήφοι ρίχνονταν σε πινακίδες, και το αποτέλεσμα ανακοινωνόταν επιτόπου. Δεν υπήρχε πρόεδρος, δεν υπήρχε εισαγγελέας, δεν υπήρχε δικαστική αίθουσα όπως τη φανταζόμαστε. Η απόφαση ήταν λαϊκή και αμετάκλητη. Το δίκαιο, μια παράσταση μπροστά στον λαό.
Η ρητορική τέχνη έγινε θεμέλιο του δικαίου στην Αθήνα. Αν ήξερες να μιλήσεις καλά, μπορούσες να σωθείς ακόμα κι αν ήσουν ένοχος. Αν δεν ήξερες, μπορούσες να καταδικαστείς ακόμα κι αν ήσουν αθώος. Ο Αισχίνης, μεγάλος ρήτορας, έλεγε πως «οι λέξεις έχουν μεγαλύτερη δύναμη από τα σπαθιά». Η πειθώ και η εντύπωση είχαν περισσότερη αξία από το ίδιο το δίκαιο.
Κάποιοι προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν το σύστημα. Υπήρχαν «συκοφάντες» – πολίτες που έκαναν συνεχώς δίκες, μόνο και μόνο για να κερδίσουν αποζημιώσεις. Άλλοι πάλι, έπαιρναν με το μέρος τους συμμάχους που μιλούσαν μαζί τους στο δικαστήριο. Η αρχαία Αθήνα ήταν μια δημοκρατία, αλλά το σύστημα της Δικαιοσύνης της είχε περισσότερο θέατρο και λιγότερη αντικειμενικότητα απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς.
Κι όμως, για τον Αθηναίο πολίτη, το να μιλήσει για τον εαυτό του ήταν τιμή. Δεν ήθελε δικηγόρο – ήθελε ακροατήριο. Και πίστευε πως η φωνή του μπορούσε να του σώσει τη ζωή. Ή να του τη στερήσει.