Ξοδεύεις χρόνο για να βγάλεις λεφτά. Μετά ξοδεύεις λεφτά για να κερδίσεις χρόνο
Ξοδεύουμε χρόνο για να βγάλουμε λεφτά. Και μετά, όσο μεγαλώνουμε, ξοδεύουμε λεφτά για να πάρουμε πίσω λίγο χρόνο.
Οι περισσότεροι άνθρωποι ξεκινούν να δουλεύουν γύρω στα 20 με 25. Η μέση εργασιακή ημέρα διαρκεί περίπου οκτώ ώρες, χωρίς να υπολογίσουμε το χρόνο μετακίνησης ή τις υπερωρίες. Αυτό σημαίνει ότι σχεδόν το ένα τρίτο της ζωής τους, το αφιερώνουν στην εργασία. Κι αυτό γίνεται με έναν στόχο: την απόκτηση χρημάτων. Ωστόσο, καθώς περνούν τα χρόνια, παρατηρείται ένα περίεργο φαινόμενο: οι ίδιοι άνθρωποι που αφιέρωσαν χρόνο για να βγάλουν χρήματα, αρχίζουν να ξοδεύουν χρήματα για να εξοικονομήσουν χρόνο.
Η σχέση μεταξύ χρόνου και χρήματος δεν είναι καινούργια. Στην αρχαιότητα, ο χρόνος θεωρούνταν πολυτιμότερος από το χρυσάφι. Ο Σενέκας, φιλόσοφος της Ρώμης, έγραφε: «Οι άνθρωποι είναι φειδωλοί με τα χρήματά τους, αλλά σπάταλοι με το χρόνο τους». Παρόμοια άποψη είχε και ο Μπέντζαμιν Φραγκλίνος, που είπε το κλασικό «ο χρόνος είναι χρήμα». Το ενδιαφέρον είναι ότι στη σύγχρονη κοινωνία, το χρήμα πολλές φορές χρησιμοποιείται ως μέσο για να «αγοραστεί» πίσω ο χαμένος χρόνος.
Παραδείγματα τέτοιων ανταλλαγών υπάρχουν παντού. Οι γονείς που πληρώνουν για καθαρίστρια ώστε να έχουν ελεύθερα απογεύματα με τα παιδιά τους. Οι επαγγελματίες που αγοράζουν γεύματα delivery για να μην μαγειρεύουν. Οι εργαζόμενοι που προσλαμβάνουν virtual assistants για να διαχειρίζονται τα e-mails τους. Όλες αυτές οι επιλογές έχουν κοινή συνισταμένη: πληρώνεις χρήμα για να κερδίσεις χρόνο.
Η τεχνολογία έχει ενισχύσει αυτή την τάση. Η Amazon, για παράδειγμα, προσφέρει υπηρεσίες ταχύτατης παράδοσης ώστε οι πελάτες να μη χάνουν χρόνο σε φυσικά καταστήματα. Οι εφαρμογές μεταφορών, όπως το Uber, δεν πωλούν απλώς διαδρομές — πουλούν εξοικονόμηση χρόνου. Ακόμα και οι ταξιδιωτικές υπηρεσίες «Fast Track» σε αεροδρόμια έχουν χτιστεί πάνω στην ανάγκη να κερδίσουμε λίγα λεπτά επιπλέον.
Η ίδια λογική συναντάται και στο εργασιακό περιβάλλον. Όσο αυξάνονται τα εισοδήματα ενός ατόμου, τόσο πιο πρόθυμος είναι να πληρώσει για να μην αναλάβει προσωπικά εργασίες που του τρώνε χρόνο. Έρευνες του Harvard δείχνουν ότι οι άνθρωποι που πληρώνουν για να «αγοράσουν» ελεύθερο χρόνο δηλώνουν μεγαλύτερη ικανοποίηση από τη ζωή τους.
Ωστόσο, αυτό που κάνει το φαινόμενο πιο ενδιαφέρον είναι η κυκλικότητά του. Στην αρχή της ζωής ξοδεύουμε χρόνο για να αποκτήσουμε χρήματα. Στο μέσο της ζωής ξοδεύουμε χρήματα για να εξαγοράσουμε χρόνο. Και προς το τέλος, συνειδητοποιούμε ότι ούτε ο χρόνος επιστρέφει, ούτε τα χρήματα αποζημιώνουν για όσα χάσαμε. Αυτό δε συμβαίνει επειδή κάποιος έκανε λάθος. Είναι απλώς ο τρόπος που η οικονομία, η τεχνολογία και η ανθρώπινη φύση αλληλεπιδρούν.
Το πιο εντυπωσιακό παράδειγμα αυτής της ανταλλαγής βρίσκεται ίσως στους μεγιστάνες της τεχνολογίας. Ο Jeff Bezos έχει δηλώσει ότι προσπαθεί να εξοικονομεί χρόνο σε καθημερινά πράγματα για να επικεντρώνεται στα «σημαντικά». Ο Steve Jobs φορούσε πάντα τα ίδια ρούχα, όχι λόγω μόδας, αλλά για να μην χάνει χρόνο σε μικρές αποφάσεις. Και ο Warren Buffett, παρότι δισεκατομμυριούχος, ξοδεύει τον περισσότερο χρόνο του διαβάζοντας — όχι επειδή πρέπει, αλλά επειδή ξέρει πόσο πολύτιμος είναι ο χρόνος του.
Τελικά, η αντίφαση δεν είναι τόσο παράξενη όσο φαίνεται. Είναι λογικό και σχεδόν αναπόφευκτο: η ζωή μας είναι περιορισμένη σε χρόνο, όχι σε χρήμα. Μπορούμε να ξανακερδίσουμε λεφτά. Χρόνο όχι. Κι έτσι, εκείνοι που κάποτε μέτρησαν τα λεπτά σαν εργάτες, αργότερα πληρώνουν για να τα ξαναποκτήσουν. Όχι για να ζήσουν περισσότερο, αλλά για να ζήσουν καλύτερα.