ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΑΝΔΡΩΝΗΣ

Θεσσαλία, η επόμενη μέρα: Ένας λαός υπό διωγμό που του τάζουν μισή μερίδα ζωής

Οι πλημμυροπαθείς έχουν μπροστά τους να ανέβουν ένα «βουνό» από δυσκολίες - Η Θεσσαλία έγινε άγονο τοπίο όπως τα όνειρα όλων των Ελλήνων.

Οι πλημμυροπαθείς έχουν μπροστά τους να ανέβουν ένα «βουνό» από δυσκολίες - Η Θεσσαλία έγινε άγονο τοπίο όπως τα όνειρα όλων των Ελλήνων.
Συντάκτης: Ελευθέριος Ανδρώνης Χρόνος ανάγνωσης: 5 λεπτά

Άραγε έχουμε αναλογιστεί καλά ποια είναι η επόμενη μέρα που θα βρει την Θεσσαλία και τις άλλες πληγείσες περιοχές; Έχουμε καταλάβει το χάσμα της αβεβαιότητας που απλώνεται μπροστά στους συνανθρώπους μας;

Ένα κύμα εθελοντισμού και ανθρωπιστικής βοήθειας από όλη την Ελλάδα αγκάλιασε τους πλημμυροπαθείς. Ανεκτίμητη η προσφορά αυτή, έδωσε ανάσα ζωής στους παθόντες. Άλλα όσο περνούν οι μέρες και οι μήνες, όλοι αυτοί οι άνθρωποι θα μένουν μόνοι τους στον απόηχο της καταστροφής, όπως έγινε και στο Μάτι, όπως έγινε και στην Εύβοια, όπως θα γίνει και στον Έβρο και οπουδήποτε έκανε το πέρασμά του ο όλεθρος των φυσικών και των αφύσικων καταστροφών.

Οι καλλιέργειες που μπήκαν στο διάβα της θεομηνίας υπέστησαν ολοκληρωτική καταστροφή και θα χρειαστούν χρόνια για να επανέλθουν, άλλα και υπέρογκα έξοδα που ξεπερνούν κατά πολύ τις δυνάμεις των αγροτών. Δεν είναι μόνο τα χωράφια που καταστράφηκαν πριν συγκομιστούν. Δεν είναι μόνο οι αποθήκες, ο εξοπλισμός, τα εργαλεία και τα λιπάσματα που χάθηκαν. Δεν είναι μόνο οι εγκαταστάσεις που διαλύθηκαν, τα μηχανήματα που χάλασαν και τα συστήματα άρδευσης που αχρηστεύτηκαν.

Αυτοί οι άνθρωποι θα πρέπει τώρα να επέμβουν στην ίδια τη γεωμορφολογία της περιοχής που μεταλλάχθηκε μέσα σε λίγες ώρες! Θα πρέπει να μισθώσουν συνεργεία για να απομακρύνουν όλα τα φερτά υλικά, όλα τα μπάζα, ακόμα και βράχους που έχουν γεμίσει τα χωράφια τους, σε ένα έργο που θα τους κοστίσει δεκάδες χιλιάδες ευρώ, το οποίο μπορεί να πάρει εβδομάδες – ακόμα και μήνες για να ολοκληρωθεί. Στη συνέχεια θα πρέπει να επέμβουν στο ακατάλληλο πλέον και μολυσμένο χώμα, για να γίνει και πάλι καλλιεργήσιμη η γη. Έπειτα θα πρέπει να φυτέψουν από την αρχή τις καλλιέργειές τους, και να περιμένουν μερικά χρόνια μέχρι να αποδώσουν τα πρώτα έσοδα, αναλόγως την καλλιέργεια.

Ποιος αγρότης θα μπορέσει να δώσει μια περιουσία για όλα αυτά; Ποιος δεν θα τα βροντήξει να φύγει; Ποιος θα πάει κόντρα στο ένστικτο επιβίωσης του; Τι ζημιά ασύλληπτη θα γίνει στον πρωτογενή τομέα και τι εξωφρενικές τιμές θα δούμε στα ράφια από τους ανεξέλεγκτους μεσάζοντες που πλουτίζουν από τέτοιες καταστροφές με τις πλάτες της κυβέρνησης;

Παρόμοιο «βουνό» έχουν να ανέβουν και οι κτηνοτρόφοι. Δεν είναι μόνο το ζωικό κεφάλαιο που έχασαν και πρέπει να το αναπτύξουν πάλι από την αρχή. Τα βοσκοτόπια καταστράφηκαν και μολύνθηκαν. Κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις, μηχανήματα, αποθήκες και ζωοτροφές αχρηστεύτηκαν. Ο κάθε κτηνοτρόφος που καταστράφηκε πρέπει να επανεκκινήσει την επιχείρησή του από το τίποτα, έχοντας τεράστια έξοδα μπροστά του.

Όσα σπίτια γλύτωσαν από τους χειμάρρους, αντιμετωπίζουν μια άλλη αθέατη απειλή στα θεμέλιά τους καθώς ενδέχεται να έχει διαβρωθεί σε επικίνδυνο βαθμό το υπέδαφος από κάτω τους. Τρέμει το φυλλοκάρδι των κατοίκων, μήπως το σπίτι τους βρίσκεται στον «αέρα» πλέον, και μόνο φαινομενικά φαίνεται γερό.

Ακούς συνεχώς σε ζωντανές συνδέσεις με κατοίκους της Θεσσαλίας το ίδιο σπαρακτικό μήνυμα: Θα φύγω! Θα μεταναστεύσω! Τελείωσε η ζωή μου εδώ! Καταστραφήκαμε!

Και τι να πουν οι άνθρωποι; Ποιος να τους ρίξει άδικο; Υπάρχει κράτος για να τους εμπνεύσει εμπιστοσύνη, προκειμένου να μείνουν στον τόπο τους; Υπάρχει πολιτεία για να βασιστούν πάνω της και να λάβουν θάρρος, ώστε να χτίσουν μια δεύτερη ζωή από το μηδέν; Με τι σθένος ψυχικό θα σηκωθούν στα πόδια τους;

Άντε και ας πούμε ότι πήραν μια «ψωριάρα» αποζημίωση, αγόρασαν και μερικές οικοσκευές, στερέωσαν και δυο ντουβάρια. Και μετά τι; Πώς θα συνεχιστεί η ζωή σε ένα κατεστραμμένο χωριό, ένα χέρσο χωράφι και έναν βοσκότοπο που έχει γίνει σεληνιακό τοπίο;

Πού θα δουλέψουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι; Που θα βρουν χρήματα να φτιάξουν προκοπή από την αρχή; Πώς θα μετακινούνται έχοντας στον τόπο τους ένα διαλυμένο οδικό δίκτυο, κατεστραμμένα γεφύρια και ανύπαρκτες υποδομές; Πόσο καιρό θα πάρει για να ξαναφτιαχτούν όλα αυτά; Πόσοι πόροι θα απαιτηθούν και πόσα χρόνια θα πάρει για να διατεθούν – αν διατεθούν; Ποιος αντέχει να εξαρτήσει απόλυτα τη ζωή του από τα μουσαντένια ταξίματα των πολιτικών;

Πόσα χρόνια θα χρειαστούν για να ολοκληρωθούν τα νέα αντιπλημμυρικά έργα, αν ολοκληρωθούν ποτέ όπως πρέπει; Ποιο κράτος θα εγγυηθεί και θα επιβλέπει την ολοκλήρωσή τους από τους «αναδόχους»; Εκείνο το κράτος που υποσχέθηκε ανάλογα έργα μετά τον Ιανό;

Τι θα γίνει σε περίπτωση που μια νέα κακοκαιρία χτυπήσει τις πληγείσες περιοχές πριν προλάβουν να ορθοποδήσουν οι πολίτες; Θα ζουν περιμένοντας πότε θα ηχήσει το 112;

Άνθρωποι νοικοκύρηδες, περήφανοι, ψημένοι στη ζωή και άξιοι για προκοπή, βλέπουν έναν πρωθυπουργό να τους τάζει ένα σεταρισμένο πακέτο από επιδόματα σαν να βρίσκονται σε συσσίτιο και να τους μοιράζει μισή μερίδα ζωής.

Έβλεπες σε ζωντανές συνδέσεις ανθρώπους να έχουν βγάλει έξω από το σπίτι όλο το λασπωμένο βιος τους και σε περίοπτες θέσεις να στεγνώνουν τις μουλιασμένες φωτογραφίες τους, τις κορνίζες τους και τα άλμπουμ τους. Αυτά δηλαδή που τους θύμιζαν ότι κάποτε ζούσαν. Ότι κάποτε είχαν ζωή φυσιολογική. Πνίγηκε η ψυχή τους και γραπώθηκαν απ’ ότι τους θύμιζε το παρελθόν.

Που πήγαν οι κόποι τους; Πού είναι τα όνειρα τους; Ποιος θα ξαναφέρει πίσω την ομορφιά του τόπου τους; Που είναι η γαλήνη της γειτονιάς τους; Πού είναι η ζεστασιά της πατρίδας τους; Ποιοι ασέλγησαν πάνω στο παρόν και το μέλλον τους και τώρα τους στέλνουν στην εξορία;

Ένας ολόκληρος λαός βρίσκεται υπό διωγμό, και μονάχα οι ρομαντικοί, οι ανήμποροι και οι βολεμένοι παραμένουν στον τόπο που αμυδρά θυμίζει πλέον αυτό που κάποτε ήταν η γλυκιά Ελλάδα μας.

Exit mobile version