Ήταν 1958, μόλις η τρίτη φορά που διοργανωνόταν ο διαγωνισμός της Eurovision. Στο στούντιο AVRO του Χίλφερσουμ της Ολλανδίας, ένας νεαρός άντρας βγήκε στη σκηνή και άρχισε να τραγουδά κάτι ακατανόητο. “Volare, oh oh… Cantare, oh oh oh oh…”. Στιγμιαία, το κοινό πάγωσε. Ο Domenico Modugno δεν κρατούσε απλώς ένα μικρόφωνο. Κρατούσε την αρχή ενός θρύλου.
Το τραγούδι λεγόταν Nel blu, dipinto di blu. Είχε γραφτεί λίγους μήνες πριν, σχεδόν τυχαία, και μιλούσε για έναν άνθρωπο που ένιωθε ότι πετούσε στον ουρανό, μέσα στο μπλε του ονείρου. Μια ψυχεδέλεια πριν από την εποχή της, μια pop μελωδία πριν καν υπάρξει όρος για να την περιγράψει. Ο Modugno σηκώθηκε από το σκαμνί, άνοιξε τα χέρια του σαν να πετούσε και τραγούδησε με φωνή που δεν έμοιαζε με καμιά άλλη.
Το κοινό τον αποθέωσε. Η Ευρώπη τον αγάπησε. Οι επιτροπές, όμως, όχι τόσο. Τον κατέταξαν στην τρίτη θέση. Κέρδισε η Γαλλία με ένα ερωτικό κομμάτι, το “Dors, mon amour”. Το ιταλικό τραγούδι δεν θεωρήθηκε αρκετά “σοβαρό”, δεν ταίριαζε με την αισθητική των επιτροπών. Μια pop μελωδία γεμάτη ουρανό και όνειρο έμοιαζε “ελαφριά” για την εποχή.
Μόνο που ο κόσμος δεν ξέχασε. Αντίθετα, Volare έγινε η μεγαλύτερη επιτυχία στην ιστορία του θεσμού. Κυκλοφόρησε σε εκατοντάδες εκδοχές. Έγινε το πρώτο τραγούδι που κέρδισε τέσσερα Grammy, μπήκε στο Νο.1 του Billboard στις Ηνωμένες Πολιτείες – πράγμα πρωτοφανές για ιταλικό τραγούδι – και πούλησε πάνω από 22 εκατομμύρια αντίτυπα. Ποιος θυμάται την πρώτη θέση εκείνης της χρονιάς; Σχεδόν κανείς. Όλοι, όμως, έχουν σιγοτραγουδήσει κάποτε το “Volare”.
Το πιο ειρωνικό είναι πως στην Ιταλία, για χρόνια, το τραγούδι δεν ακουγόταν επίσημα λόγω των πολιτικών υπονοούμενων που του προσάπτονταν. Ο Modugno, όμως, έγινε σύμβολο του μοντέρνου ιταλικού τραγουδιού. Το τραγούδι του συνέχισε να πετά ψηλά, πάνω από πολιτικές, επιτροπές και βαθμολογίες. Δεν είχε ανάγκη να νικήσει. Είχε ήδη γράψει ιστορία.
Και ίσως αυτό είναι το μεγαλύτερο παράσημο ενός τραγουδιού: να μη θυμάται κανείς τη θέση του, αλλά να μη μπορεί να το ξεχάσει κανείς.