Η Ελληνίδα που ξεκίνησε με 2.000 δρχ το μήνα σε καμπαρέ. Και τραγούδησε μπροστά σε βασιλιάδες, Πάπες και 100 χώρες
Από την Κατοχή και τα καμπαρέ της Αθήνας, μέχρι το Άλμπερτ Χολ και τον ΟΗΕ. Η Νάνα Μούσχουρη δεν τραγούδησε μόνο. Έγινε φωνή ολόκληρης της Ελλάδας.
Την έλεγαν Ιωάννα, μα την ήξεραν όλοι ως Νάνα. Στα Χανιά, όπου γεννήθηκε, ο πατέρας της πρόβαλλε ταινίες σε συνοικιακό σινεμά και η μητέρα της ήταν ταξιθέτρια. Ήταν φτωχική οικογένεια. Στην Κατοχή, μετακόμισαν στην Αθήνα και πάλευαν να ζήσουν με αξιοπρέπεια. Η μικρή Νάνα ήξερε από νωρίς ότι ήθελε να τραγουδήσει. Και το έκανε — αλλά όχι όπως θα περίμενε κανείς.
Την έδιωξαν από το Ωδείο Αθηνών γιατί τραγουδούσε σε μαγαζί. Για τους καθηγητές της, αυτό ήταν αδιανόητο. Κι όμως, στο μαγαζί του Γιώργου Οικονομίδη πληρωνόταν μόλις 2.000 δραχμές το μήνα. Εκεί την άκουσε ο Μάνος Χατζιδάκις. Την πήρε κοντά του και την ανέβασε στο πρώτο της φεστιβάλ. Η φωνή της δεν έμοιαζε με καμία άλλη. Ούτε ελληνική, ούτε ξένη. Ήταν παγκόσμια.
Με το «Κάπου υπάρχει η αγάπη μου», κέρδισε βραβεία και καρδιές. Αλλά δεν έμεινε εκεί. Το 1961 ηχογράφησε στα γερμανικά ένα τραγούδι του Χατζιδάκι — το «Τα λευκά ρόδα της Αθήνας». Το κομμάτι πούλησε πάνω από 1,5 εκατομμύριο αντίτυπα και έγινε το διαβατήριό της για μια καριέρα που δεν έχει προηγούμενο. Έγινε η πιο επιτυχημένη Ευρωπαία τραγουδίστρια όλων των εποχών.
Έλεγε τραγούδια σε 15 γλώσσες. Πούλησε σχεδόν 400 εκατομμύρια δίσκους. Έδωσε συναυλίες σε πάνω από 100 χώρες. Την προσκαλούσαν βασιλιάδες, Πάπες, πρόεδροι. Στη Βρετανία, τα εισιτήρια για το Royal Albert Hall εξαντλήθηκαν μέσα σε ώρες. Στη Γερμανία, τραγούδησε μπροστά σε κοινό 100.000 ανθρώπων. Στην Αμερική, συνεργάστηκε με τον Κουίνσι Τζόουνς και τον Χάρι Μπελαφόντε.
Κι όμως, δεν ξέχασε ποτέ την Ελλάδα. Επέστρεψε στο Ηρώδειο το 1984 και ξανατραγούδησε κάτω από την Ακρόπολη. Ερμήνευσε τον «Ταξιδιώτη» του Χατζιδάκι και την «Ενδεκάτη Εντολή» του Χατζηνάσιου. Ήταν η φωνή του ελληνικού συναισθήματος στο εξωτερικό. Τραγουδούσε για τον έρωτα, για την πατρίδα, για την ελευθερία. Και όλα αυτά, με μια φωνή τόσο καθαρή που την καταλάβαιναν παντού — από τη Χιλή ως τη Φινλανδία.
Έγινε πρέσβειρα καλής θελήσεως της UNICEF. Εκλέχθηκε Ευρωβουλευτής. Της απονεμήθηκαν παρασημοφορήσεις από τη Γαλλία, τη Γερμανία, τον Καναδά. Κι όμως, παρέμεινε πάντα η κοπέλα με τα μαύρα γυαλιά και τη διακριτική ευγένεια. Τραγουδούσε χωρίς φωνές, χωρίς πόζα, χωρίς να χρειάζεται να αποδείξει τίποτα.
Η Νάνα Μούσχουρη είναι ένα κεφάλαιο μόνη της. Και κάθε φορά που κάποιος ακούει τη φωνή της, σε μια γλώσσα που ίσως δεν καταλαβαίνει, νιώθει το ίδιο πράγμα: μια αλήθεια που δε χρειάζεται μετάφραση.