Ήταν πλασιέ υφασμάτων και έγραφε διηγήματα στο συρτάρι. Έγινε ο πιο αγαπημένος παρουσιαστής της ελληνικής τηλεόρασης.
Ήταν πλασιέ υφασμάτων και έγραφε διηγήματα στο συρτάρι. Έγινε ο πιο αγαπημένος παρουσιαστής της ελληνικής τηλεόρασης.
Στην Αθήνα του μεσοπολέμου, στα Εξάρχεια και στην Κυψέλη, γεννήθηκε ένα παιδί που κάποτε θα το φώναζαν με το μικρό του όνομα και θα χαμογελούσε ολόκληρη η χώρα. Τον έλεγαν Φρέντυ. Στην εφηβεία του πουλούσε υφάσματα. Στον ελεύθερο χρόνο του, έγραφε. Δεν τα έδειχνε σε κανέναν. Τα έκρυβε όλα στο συρτάρι, τα χρόνια 17 με 26, λες και ντρεπόταν για τη φλόγα που κουβαλούσε μέσα του. Δεν είχε σπουδαίες άκρες, δεν είχε πλάτες. Είχε παρατηρητικότητα, καρδιά, και μια τρυφερότητα που έσταζε στις λέξεις του, ακόμα κι όταν έκανε χιούμορ.
Στα 8 του τύπωνε τη δική του εφημερίδα. Στα 19 του πήρε βραβείο για ένα διήγημα. Κι όμως, πέρασαν δεκαετίες για να γράψει αυτά που ήθελε στ’ αλήθεια. Τον έκαιγε η επικαιρότητα, η τηλεόραση, η ματιά πάνω στην Ελλάδα του σήμερα. Μα τον συγκινούσε η μνήμη. Η λεπτομέρεια. Ο άνθρωπος. Πέρασε από όλες τις μεγάλες εφημερίδες. Συνάντησε τους πιο διάσημους του κόσμου. Έγινε “ο Φρέντυ”, εκείνος που έμπαινε στα σπίτια κάθε Σάββατο και κάθε Κυριακή, όχι σαν παρουσιαστής — σαν συγγενής που πάντα είχε κάτι να πει με ευγένεια, μ’ ένα πονηρό βλέμμα και με μια απλότητα που μόνο σπουδαίοι άνθρωποι έχουν.
Ήξερε να γράφει για πρόσωπα με τρόπο ανθρώπινο. Έκανε τον Γεώργιο Παπανδρέου να μοιάζει με παππού. Την Λαμπέτη με σιωπηλή ηρωίδα. Τον Δραγούμη, τον Τρικούπη, ακόμα και τον Ζαχαριάδη, με σάρκα και φωνή. Δεν έγραφε ποτέ με μίσος. Έγραφε με κατανόηση. Κι ας έλεγε “Αλάτι και Πιπέρι”, η συνταγή του είχε πάντα καρδιά.
Ήταν ο πρώτος που μας έδειξε ότι και η τηλεόραση μπορεί να είναι ποιοτική, ουσιαστική, ακόμη και συγκινητική. Που έκανε το ευθυμογράφημα λογοτεχνία. Που τόλμησε να γράψει επιστημονική φαντασία όταν κανείς στην Ελλάδα δεν τολμούσε. Και παρ’ όλα αυτά, τα πιο πολύτιμα διηγήματα της νιότης του, τα κράτησε μέχρι το τέλος. Εκδόθηκαν ένα χρόνο πριν φύγει. Σαν να περίμενε μια εσωτερική άδεια, σαν να χρειαζόταν να πει πρώτα όλα τα άλλα — για τους άλλους — και μετά να γυρίσει στα δικά του.
Έφυγε ήσυχα, το 1999. Στο πλάι του η Ναταλία του. Ο πιο αγαπημένος παρουσιαστής της ελληνικής τηλεόρασης δεν είχε προλάβει να παρουσιάσει τα πιο βαθιά του κείμενα όσο ζούσε. Αλλά τα άφησε πίσω του. Σαν καρτ-ποστάλ από έναν άνθρωπο που πέρασε απ’ τη δημοσιογραφία, την τηλεόραση, το θέατρο, τη λογοτεχνία, αλλά ποτέ δεν ξέχασε πώς είναι να είσαι παιδί με ένα συρτάρι γεμάτο όνειρα.