Ήθελε να γίνει γιατρός για να παντρευτεί τη Γιούλη. Τον παράτησε. Εκείνος γύρισε την Ελλάδα και έγραψε τους πόνους του λαού
Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας έγινε γιατρός για να παντρευτεί τη Γιούλη. Εκείνη τον πρόδωσε. Κι εκείνος έγραψε την πιο πονεμένη σελίδα της ελληνικής λογοτεχνίας.
Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας δεν έγινε γιατρός επειδή το ήθελε. Έγινε για να παντρευτεί τη Γιούλη. Τη συντοπίτισσά του, που αγαπούσε με πάθος και ήθελε να της προσφέρει μια σίγουρη ζωή. Μα εκείνη προτίμησε έναν πλούσιο Αθηναίο. Ήταν η πρώτη του και τελευταία του αγάπη. Δεν ξαναερωτεύτηκε ποτέ. Δεν παντρεύτηκε ποτέ. Έγινε συγγραφέας. Κι όσα δεν μπόρεσε να πει σ’ εκείνη, τα έγραψε για όλους.
Αποφοίτησε από την Ιατρική Σχολή με «λίαν καλώς», αλλά δεν έμεινε στα νοσοκομεία. Πήρε ένα σακίδιο, φόρεσε τη στολή του ανθυπιάτρου, και βγήκε στα χωριά, στα καράβια, στα στρατόπεδα, στις κορυφογραμμές και στις πεδιάδες. Τον έλεγαν «ο γιατρός των φτωχών» και «ο ρεαλιστής ραψωδός του λαού». Κάθε του διήγημα ήταν και μια πληγή. Και κάθε ήρωας του ήταν κάποιος αληθινός, που τον είχε δει να βασανίζεται για λίγη τροφή, για λίγη δικαιοσύνη, για λίγη ελπίδα.
Στον Μεσοπόλεμο, κάποιοι μορφωμένοι τον κατηγόρησαν πως οι ήρωές του δεν είχαν βάθος, πως ήταν φτωχοί και αμόρφωτοι. Μα αυτό ήθελε. Να δείξει την Ελλάδα που κανείς δεν ήθελε να κοιτάξει. Αυτή που ζούσε χωρίς φωνή, κι εκείνος της την έδωσε. Όχι με συνθήματα, αλλά με αλάτι, ιδρώτα και χώμα. Την Ελλάδα των ναυτικών, των χωρικών, των χαμένων και των αγράμματων. Εκείνους έβαλε στην πρώτη σελίδα.
Του άρεσε να ταξιδεύει, αλλά όχι για να δει τον κόσμο. Ταξίδευε για να νιώσει τον πόνο των ανθρώπων. Πέρασε απ’ τα Κράβαρα, τη Δωρίδα, τη Ζάκυνθο, τη Σκιάθο, τη Στερεά και τα νησιά. Όπου πήγαινε, άκουγε, σημείωνε, και γύριζε με ιστορίες. Κάποιες τον έβαλαν σε μπελάδες. Όταν έγραψε για τους ζητιάνους των Κραβάρων, κάποιοι τον απείλησαν. Δεν σταμάτησε. Όλα τα δημοσίευε στην «Εστία», κι έπειτα τα έκανε βιβλία.
Μέσα του ήταν πάντα φυματικός. Στα 20 του έπαθε ελονοσία. Στα 30 του φυματίωση. Στα 50 του έγραψε το «Αναγνωστικό» για τα παιδιά της Ελλάδας. Και λίγο μετά, πέθανε πικραμένος στο Μαρούσι, λίγες μόνο μέρες μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Η μεγάλη ιδέα διαλύθηκε μπροστά του. Η Γιούλη δεν του μίλησε ποτέ ξανά. Η Ελλάδα όμως τον διάβασε. Και δάκρυσε.