Το τραγουδούσαν και οι Τούρκοι χωρίς να ξέρουν τι σημαίνει. Ήταν ο Θούριος του Ρήγα
Δεν ήταν απλώς ποίημα. Ήταν φυλακτό, ήταν προσκλητήριο, ήταν επανάσταση. Ο Θούριος του Ρήγα τραγουδήθηκε από Έλληνες, Βαλκάνιους — ακόμα και από ανυποψίαστους Τούρκους.
Ο Ρήγας Βελεστινλής δεν έγραψε απλώς ένα ποίημα. Έστειλε έναν ήχο επανάστασης σε κάθε γωνιά της σκλαβωμένης Βαλκανικής. Έναν ήχο που ήταν ικανός να ξεσηκώσει όχι μόνο Έλληνες, αλλά και Αρβανίτες, Βούλγαρους, Αρμένιους, ακόμα και Τούρκους — πολλοί από τους οποίους τον τραγουδούσαν χωρίς να καταλαβαίνουν τις λέξεις. Κι όμως, το έκαναν με πάθος. Γιατί η μελωδία, ο ρυθμός και η δύναμη του Θούριου, περνούσαν πέρα από τα σύνορα της γλώσσας.
Ο Θούριος δεν είναι ένα απλό ποίημα. Είναι επαναστατικό κείμενο με πρόσωπο, ρυθμό και αίμα. Γράφτηκε το 1797, όταν ο Ρήγας βρισκόταν στη Βιέννη, και αποτέλεσε το τρίτο μέρος του πολιτικού του φυλλαδίου «Νέα Πολιτική Διοίκησις». Το τραγουδούσε σε φιλικές συγκεντρώσεις, παίζοντας φλάουτο, και το τύπωσε για να το στείλει κρυφά στα Βαλκάνια. Το τραγούδι ξεκινούσε με το θρυλικό «Ως πότε παλληκάρια» και εξελισσόταν σε ένα κάλεσμα για παμβαλκανική εξέγερση.
Η μελωδία που το συνόδευε έχει χαθεί. Όμως ο Ρήγας είχε σημειώσει ότι έπρεπε να τραγουδιέται πάνω στο σκοπό ενός άλλου επαναστατικού τραγουδιού της εποχής: το «Μια προσταγή μεγάλη». Με αυτό τον τρόπο, ακόμα και οι αγράμματοι μπορούσαν να αποστηθίσουν τον Θούριο. Τον κουβαλούσαν διπλωμένο στις τσέπες, τον έκρυβαν στις ζώνες τους, τον περνούσαν από χέρι σε χέρι.
Η απήχησή του ήταν τρομακτική. Οι αυστριακές αρχές τον χαρακτήρισαν «επαναστατικώτατον άσμα». Στα Βαλκάνια, οι στίχοι του συνδέθηκαν με το αίτημα για ελευθερία. Το 1821, οι Ιερολοχίτες χτυπήθηκαν στο Δραγατσάνι τραγουδώντας τον. Σε χωριά της Ηπείρου, ακόμα και αγράμματα παιδιά ζητούσαν από ξένους ταξιδιώτες να τους τον διαβάσουν. Ήταν φυλακτό, ήταν προσευχή. Σε πολλές περιπτώσεις, ακούστηκε ακόμα και από στόματα Τούρκων στρατιωτών, που το σιγοτραγουδούσαν χωρίς να γνωρίζουν ότι πρόδιδαν… την ίδια τους την Αυτοκρατορία.
Ο Ρήγας δεν ζητούσε μόνο ελληνική εξέγερση. Καλούσε όλους τους λαούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε κοινή επανάσταση. Οι στίχοι του έγραφαν: «Βουλγάροι κι’ Αρβανήτες, Αρμένοι και Ρωμιοί… με μια κοινή ορμή». Δεν τον ενδιέφερε το αίμα ή η θρησκεία. Τον ενδιέφερε να ζουν όλοι με ελευθερία και αξιοπρέπεια. Η μόνη του προσευχή ήταν στην πράξη, όχι στο δόγμα. Η αναφορά στον Σταυρό μέσα στο ποίημα δεν ήταν φανατική. Ήταν σύμβολο ενότητας για εκείνους που τον κατανοούσαν.
Για πολλούς φιλελληνιστές της Ευρώπης, ο Θούριος ήταν το πρώτο πραγματικό σήμα κινδύνου για τον Σουλτάνο. Το 1825 εκδόθηκε στα γαλλικά από τον Claude Fauriel. Δύο χρόνια μετά, μεταφράστηκε στα ιταλικά. Το 2005, έφτασε και στα ισπανικά. Στην Ελλάδα, το συναντάμε από τη Στ’ Δημοτικού μέχρι και στα ανθολόγια της σύγχρονης εκπαίδευσης. Ένα κομμάτι επανάστασης που επιβιώνει για περισσότερα από 200 χρόνια.
Το ποιητικό του ύφος, που για κάποιους φιλολόγους δεν θεωρείται «υψηλής λογοτεχνίας», δεν έχει καμία σημασία. Όπως είπε ο Τερτσέτης: «Είναι το ιερώτερον άσμα της φυλής μας. Μόνον αυτό αρκεί για να δοξάσει τον Ρήγα». Κι αυτό ακριβώς συνέβη.